βοτανικός

Revision as of 12:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ή, όν, of herbs, φάρμακα Plu.2.663c; ἡ β. παράδοσις the science of herbal remedies, Dsc.1 Praef.1:—τὰ -κά Id.2 Praef.; β. ἰατρός herbalist, Gal.Thras.24; -κοί, οἱ, herb-gatherers, Id.14.9.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 hecho de hierbas φάρμακα Plu.2.663c, Dsc.1 praef.8.
2 que concierne a las plantas o hierbas ἡ β. ... παράδοσις la ciencia de las plantas, la botánica Dsc.1 praef.1, β. ἰατρός el médico experto en plantas, el botánico Gal.5.846, ἄνδρες β. Gal.14.9
plu. subst. τὰ βοτανικά plantas usadas como remedio medicinal Dsc.2 praef.

German (Pape)

[Seite 455] Kräuter betreffend, φάρμακα βοτανικά, aus Kräutern bereitet, Plut. Symp. 4, 1; ἡ βοτανική, Pflanzenkunde, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
préparé avec des plantes (remède).
Étymologie: βοτάνη.

Russian (Dvoretsky)

βοτᾰνικός: приготовленный из трав или настоенный на травах (φάρμακα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βοτᾰνικός: -ή, -όν, ἐκ χόρτου, ἐκ βοτανῶν, φάρμακα Πλούτ. 2. 663C· ἡ β. παράδοσις, ἡ βοτανολογία, Διοσκ. προοιμ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βοτανικός, -ή, -όν) βοτάνη
Ι. ο σχετικός με τα βότανα
II. (το αρσ. ως ουσ., κύριο όν.) νεοελλ.
1. ο βοτανικός κήπος, στον οποίο γίνεται συστηματική καλλιέργεια φυτών για διδακτικούς σκοπούς
2. περιοχή της Αθήνας γύρω από τον Βοτανικό Κήπο της Γεωπονικής Σχολής
(αρχ. - μσν.) βοτανικός, ο
συλλέκτης θεραπευτικών βοτάνων
III. το θηλ. ως ουσ. βοτανική, η
η συστηματική μελέτη των φυτών
(αρχ. -μσν.) η γνώση της χρήσης των θεραπευτικών βοτάνων
IV. αρχ. το ουδ. ως ουσ. βοτανικά, τα
η χρήση θεραπευτικών βοτάνων.