διαγλάφω

Revision as of 12:41, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ᾰ] scoop out, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' (v.l. διαγνάψω) Od.4.438.

Spanish (DGE)

excavar εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν Od.4.438.

French (Bailly abrégé)

ao. part. fém. διαγλάψασα;
creuser.
Étymologie: διά, et γλαφ- cf. γλαφυρός.

Russian (Dvoretsky)

διαγλάφω: (ᾰ) выкапывать, рыть (εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

διαγλάφω: σκάπτω, κοιλαίνω, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’.

English (Autenrieth)

aor. part. διαγλάψασα: scoop out, Od. 4.438†.

Greek Monolingual

διαγλάφω (Α) γλάφω
σκάβω, σχηματίζω κοίλωμα.

Greek Monotonic

διαγλάφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, σκάβω, κάνω κάτι κοίλο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. ψω
to scoop out, Od.