ἀνενέργητος
English (LSJ)
ον, A inefficacious, inactive, Ruf.Anat.30, S.E.M.7.30, cf. Alex.Aphr. de An.39.8, Hierocl.in CA21p.466M.; οὐσία Plot.6.8.21. 2 not possessing an ἐνέργεια, of the Good, Plot. 5.6.6. 3 not actualized or realized, Procl. in R.2.160K. in Prm.p.600S., in Ti.3.32D.
Spanish (DGE)
-ον
I 1carente de actividad τὸ ἀγαθόν Plot.5.6.6, οὐσία Plot.6.8.21, cf. Procl.in R.2.160.7, in Ti.3.32.12, in Prm.773.15
•de la naturaleza del Padre τὴν δὲ φύσιν τοῦ Πατρὸς ἀνενέργητον ὡς πρὸς τὴν ὑπόστασιν τοῦ υἱοῦ Gr.Nyss.Eun.3.2.93
•de pers. inactivo τὸν φιλοσοφοῦντα ... ἀνενέργητον ὄντα S.E.M.7.30, ἅρπαγα ἄνθρωπον <καὶ> ἀνενέργητον βουλόμενοι σημῆναι Horap.2.81.
2 ineficaz εὐχή Hierocl.in CA 21.4
•incapaz de llevar a cabo c. sen. obj. ἀ. τῶν οἰκείων ἔργων Basil.M.29.32B.
II no realizado Hsch.
German (Pape)
[Seite 223] unwirksam, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνενέργητος: бездеятельный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενέργητος: -ον, (ἐνεργέω) ὁ μὴ ἐνεργῶν, ὁ ἄνευ ἐνεργείας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 30.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνενέργητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα ενέργεια, εκείνος που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο ένταλμα συλλήψεως»)
2. εκείνος που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική κένωση των εντέρων
αρχ.-μσν.
1. ο ανενεργής, ο αδρανής
2. αυτός που είναι ανίκανος πλέον να δράσει
(«τῷ Σταυρῶ βέβλησαι... ἀκίνητος, ἀνενέργητος» —για τον διάβολο)
3. ο μη αποτελεσματικός
μσν.
1. ο αχρησιμοποίητος
2. (για κληρικούς) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί αργία.