ἄϊστος
English (LSJ)
ον, (ἰδεῖν):—poet. Adj. A unseen, καί κέ μ' ἄ. ἀπ' αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ Il.14.258; κεῖνον μὲν ἄ. ἐποίησαν περὶ πάν των Od.1.235; οἴχετ' ἄ., ἄπυστος ib.242; ὤλετ' ἄκλαυτος, ἄϊστος A.Eu.565; βωμοὶ δ' ἄϊστοι Id.Pers.811; ἐν ἀΐστοις τελέθων Id.Ag.466; ἀποτρέψειεν ἄϊστον ὕβριν (prolept.) Id.Supp.881; ἄ. ἀείραο A.R.4.746. Adv. ἀΐστως, θυμὸν ὄλεσσαν utterly, Man.3.263, cf. 28. II Act., unconscious of, ἄτας ἐμᾶς ἄϊστος E.Tr.1314, cf. 1321.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): αἶστος A.Eu.565, A.466
I 1invisible por estar desaparecido, aniquilado del Sueño κέ μ' ἄϊστον ἀπ' αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ Il.14.258, de Ulises θεοί ..., οἳ κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάντων ἀνθρώπων Od.1.235, οἴχετ' ἄϊστος, ἄπυστος se fue sin ser visto, sin ser oído, Od.1.242, ὥς κεν πάντες ἄιστοι ἀναπλήσωμεν ὄλεθρον Q.S.5.426, εἰς μυχοὺς εἶμι χθονός, ἄϊστος, ἀφανής Luc.Trag.295
•de los muertos ἐν δ' αἴστοις τελέθοντος οὔτις ἀλκά A.A.466
•de cosas destruido βωμοί A.Pers.811.
2 que no ha sido visto, desconocido, olvidado ὤλετ' ἄκλαυστος αἶστος murió sin que nadie lo llorara, en la oscuridad A.Eu.565, cf. Supp.881, τοῦτος ἄϊστος A.R.4.746, αἶσα δέ ἐστιν ἡ ἄϊστος καὶ ἄγνωστος αἰτία τῶν γινομένων Corn.ND 13
•esp. oscuro, sin gloria βίος dud. en PMasp.295.3.14 (VI d.C.).
II desconocedor c. gen. ἄτας ἐμᾶς ἄιστος E.Tr.1314, cf. 1321.
III adv. -ως
1 de modo desconocido ψυχὴ δ' ἐπιμίσγετ' ἀίστως Gr.Naz.M.37.453.
2 de manera aniquiladora κλῆρον ἔρραισεν ἀίστως Man.3.28, ἀίστως θυμὸν ὄλεσσαν Man.3.263.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
p. contr. αἶστος;
1 devenu invisible, qui a disparu, anéanti;
2 qui ne connaît pas, gén..
Étymologie: ἀ, ἰδεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἄϊστος: стяж. αἴστος или ᾆστος 2
1) невидимый; неведомый, исчезнувщий: ἄϊστον ποιεῖν τινα Hom. сделать кого-л. безвестным, уничтожить всякое воспоминание о ком-л.; ὤλετ᾽ ᾆστος Aesch. он пропал без вести; βωμοὶ ἄϊστοι Aesch. разрушенные алтари;
2) не видящий, не знающий (τινος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄϊστος: -ον, συνῃρ. ᾆστος, Αἰσχύλ. (ἰδεῖν, πρβλ. ἀϊδής, ἀΐδηλος): = ποιητ. ἐπίθ., ἀόρατος, ἄφαντος· καί κέ μ’ ἄϊστον ἀπ’ αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ, Ἰλ. Ξ. 258· κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάτων, Ὀδ. Α. 235· ᾤχετ’ ἄϊστος, ἄπυστος, αὐτόθι 242· ὤλετ’ ἄκλαυτος, ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· βωμοὶ δ’ ἄϊστοι, ὁ αὐτ. Πέρσ. 811· ἐν ἀΐστοις τελέθων, ὁ αὐτ. Ἀγ. 465· ἀποτρέψειεν ἄϊστον ὕβριν (προληπτικῶς ἀντὶ τοῦ ὥστε εἶναι ἄϊστον), ὁ αὐτ. Ἱκ. 881, πρβλ. Πρ. 910: ― μεταγεν. ἐπίρρ. ἀΐστως, θυμόν ὄλεσσαν ― ἀδόξως, ἀσήμως, Μανέθ. 3. 263. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ γινώσκων τι, ἄτας ἐμᾱς ἄϊτος, Εὐρ. Τρῳ. 1313, πρβλ. 1321. 2) παρὰ Στησιχ. Ἀποστ. 97 (Kleine) εἶνε ἀμφίβολ. ὡς ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, ἴδε Δινδ. εἰς Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 964· Bgk ad Lampr. 1.
Greek Monotonic
ἄϊστοςον: (ἰδεῖν) συνηρ. ᾆστος (α- στερητικό, *εἴδω),
I. αόρατος, άφαντος.
II. Ενεργ., αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, ο απληροφόρητος για κάτι, με γεν., σε Ευρ.