ἰθυτενής

Revision as of 20:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, straight, ibid.; κανών AP6.65 (Paul. Sil.); στάθμη ib.103 (Phil.); γραμμή Simp. in Cael.180.11; στοά Chor.p.85 B.; ξύλα Agath.5.21; upright, perpendicular, ῥόπαλον APl.4.261 (Leon.): metaph., ἰ. κνήμη Aristaenet.1.27.

German (Pape)

[Seite 1246] ές, grade gestreckt, gerichtet, στάθμη, κανών, vom Lineal, Philip. 15 u. Paul. Sil. 51 (VI, 103. 65); aufrecht stehend, μηρῶν ρόπαλον, vom Priap, Leon. Tar. 26 (Plan. 261). – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 tendu droit, droit;
2 perpendiculaire.
Étymologie: ἰθύς, τείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἰθῠτενής: прямой, прямолинейный (κανών, στάθμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθῠτενής: -ές, εὐθυτενής, εὐθύς, κανών Ἀνθ. Παλατ. 6. 65· στάθμη αὐτόθι 103· ὄρθιος, κάθετος, Ἀνθ. Πλαν. 261· μεταφ., ἰθ. κνήμη Ἀρισταίν. 1. 27. - Ἐπίρρ. -νῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 206, Εὐσταθ. Πονημάτ. 130, 60, κτλ.

Greek Monolingual

ἰθυτενής, -ές (Α)
1. ευθυτενής, ευθύς
2. όρθιος, κάθετος.
επίρρ...
ἰθυτενῶς (Μ)
κατευθείαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τενης (< τένος, το < τείνω), πρβλ. αλιτενής, ευθυτενής].

Greek Monotonic

ἰθῠτενής: -ές (τείνω), ευθυτενής, ίσιος, σε Ανθ.· όρθιος, κάθετος, κατακόρυφος, στο ίδ.

Middle Liddell

ἰθῠ-τενής, ές τείνω
stretched out, straight, Anth.: upright, perpendicular, Anth.