ἐριοφόρος

Revision as of 17:52, 8 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, wool-bearing, δένδρον cotton-tree, Gossypium arboreum, Thphr. HP4.7.7 (pl.); ἐριοφόρος βολβός, Pancratium maritimum, ib.7.13.8.

German (Pape)

[Seite 1030] Wolle tragend, δένδρα, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριοφόρος: -ον, φέρων ἔριον, δένδρον ἐρ., τὸ φυτὸν τοῦ βάμβακος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 4. 7, 7.

Greek Monolingual

-ο (AM ἐριοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει ή παράγει έριο ή ουσία όμοια με έριο
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το εριοφόρο
γένος φυτών της οικογένειας τών κυπειρωδών
2. φάρμακο το οποίο δίνεται για την καταπολέμηση σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα και ως στυπτικό τών εντέρων
αρχ.
φρ. α) «ἐριοφόρον δένδρον» — το φυτό βαμβάκι
β) «ἐριοφόρος βολβός» — το φυτό θαλασσινό παγκράτιο, κρίνος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -φόρος (< φέρω)].