παγκράτιο

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

το (Α παγκράτιον) παγκρατής
αρχαίο μικτό ελληνικό αγώνισμα το οποίο περιλάμβανε την πάλη και την πυγμαχία
αρχ.
1. (με τα ρ. νικῶ, μάχομαι, ἀσκῶ) νικώ στο παγκράτιο, αγωνίζομαι στο παγκράτιο
2. το φυτό θαψία
3. είδος αρωματικού φυτού, η στοιχάς
4. το φυτό που είναι σήμερα γνωστό ως Scilla maritima.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων βολβόρριζων φυτών της οικογένειας αμαρυλλίδες με δεκαπέντε είδη που απαντούν από τις μεσογειακές περιοχές ώς την Ινδία και από τα οποία στην Ελλάδα φυτρώνει μόνο το είδος παγκράτιο το παράλιο, σύνηθες στις αμμώδεις παραλίες όλης της χώρας, κν. γνωστό ως κρίνο της θάλασσας, θαλασσόκρινος ή αλμύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. pancratium (< παγκράτιον)].