πομφόλυξ
English (LSJ)
ῠγος, ἡ (ὁ, ἡ, acc. to Gal.13.639): (πομφός):—A bubble, Hp.Aph.7.34, Pl.Ti.66b, 83d, Thphr.Metaph.15, etc.; πομφόλυγες are the constituent parts of ἀφρός, Arist.GA735b12. II boss of a shield, = ὀμφαλός, Hsch.; as architectural ornament, IG12.373.254 (pl.). III ornament for the head worn by women, Ar.Fr.320.13, IG22.1524.50. IV zinc oxide, Dsc.5.75, Paul.Aeg.7.17.
German (Pape)
[Seite 679] υγος, ἡ, später auch ὁ, Lob. zu Phryn. 760 (vgl. πομφός), Blase, bes. Wasserblase, wie sie beim Kochen aufsprudeln; κενεὸς πομφολύγων θόρυβος, Antiphil. 44 (IX, 546); vgl. Plat. Tim. 66 b 83 d 85 a. – Auch der Schildbuckel, ὀμφαλός, wegen seiner halbrunden, einer Wasserblase ähnlichen Gestalt, Hesych. – Bei Diosc. die weißen Zinkblumen, favilla aeris, welche sich beim Schmelzen der zinkhaltigen Erze an den Wänden des Ofens ansetzen. – Auch ein weiblicher Kopfschmuck, wie ὄγκος, Ar. bei Poll. 7, 96, vgl. Moeris.
French (Bailly abrégé)
υγος (ἡ) :
I. bulle :
1 bulle d'eau;
2 goutte de vapeur qui se dépose sur un couvercle, particul. efflorescence métallique;
II. p. anal. ornement pour la coiffure des femmes.
Étymologie: R. Φλυ, être gonflé ; cf. lat. follis.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πομφόλυξ -υγος, ἡ [πομφός] waterbelletje.
Russian (Dvoretsky)
πομφόλυξ: ῠγος ἡ (водяной) пузырь Plat. etc.: αἱ πομφόλυγες (sc. τοῦ ἀφροῦ) Arst. пузырьки пены.
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
πομφόλυξ: -υγος, ἡ, μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 760· (πομφός)· ― ὡς τὸ φυσαλλίς, μάλιστα κυρίως πομφόλυξ ὕδατος, «φουσκαλίδα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Πλάτ. Τίμ. 66Β, 83D· πομφόλυγες εἶναι αἱ ἀποτελοῦσαι τὸν ἀφρόν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2. 4. ΙΙ. πομφολυγῶδες κόσμημα ἀσπίδος, ἀλλαχοῦ ὀμφαλός, Ἡσύχ. ΙΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς, ὃ ἔφερον αἱ γυναῖκες, ὡς τὸ ὄγκος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. IV. αἱ σκωρίαι καὶ ἄλλαι ἀκαθαρσίαι αἱ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ χωνευομένου μετάλλου μένουσαι, Διοσκ. 5. 85. ― Καθ’ Ἡσύχ.: πομφόλυξ· ὕδατος κάχλασμα, καὶ τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί», καὶ «πομφόλυγες· τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί, καὶ ἐν τῷ ὕδατι γενόμεναι οἰδήσεις, ἢ φυσήματα ὕδατος, ἐπὶ τῶν διακενῆς φυσιωμένων λέγεται ἡ λέξις».
Frisk Etymological English
πομφός See also: s. πέμφιξ.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
Mantoulidis Etymological
-υγος (=φουσκαλίδα). Ἀπό τό οὐσ. πομφός (=φούσκα στό δέρμα), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: πομφολυγῶ, πομφολύζω.