διακενῆς
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
or better διὰ κενῆς (sc. πράξεως), Adv. in vain, idly, to no purpose, Hp.Epid.7.5, E.Tr.758, Th.4.126; διακενῆς ἄλλως Ar.V.929; μάτην δ. Pl.Com.174.21.
Spanish (DGE)
• Grafía: gener. divissim διὰ κενῆς
adv. inútilmente, en vano, sin resultado θηρεύων Hp.Epid.7.5, διακενῆς δ' ἕστηκ' ἐγὼ ἔχων μάχαιραν Alex.179.10, συνιεὶς ... οὐδὲν εἰκότως ἐγὼ ὧν ἔλεγεν ἐπένευον διακενῆς Timocl.29.5, πολλοὶ σφόδρα ἐλέχθησαν ... λόγοι διακενῆς D.H.11.52.2, διακενῆς καλλωπίζομαι Gr.Naz.Ep.29.3, διακενῆς ἐμβοῶν Lib.Or.25.16
•subst. τό διακενῆς = vanidad, inutilidad, futilidad Plu.2.514f; v. διά B III 2 c), κενός.
German (Pape)
[Seite 581] eigtl. διὰ κενῆς, sc. πράξεως, vergebens, ohne Erfolg; Thuc. 4, 126; Eur. Tro. 743; διακενῆς ἄλλως, Ar. Vesp. 929; μάτην, Plat. com. bei Ath. X, 442 a; Alexis Ath. IV, 170 c; διακενῆς προΐεσθαι τὸν χρόνον, Pol. 3, 70.
French (Bailly abrégé)
adv.
vainement, en vain.
Étymologie: p. διὰ κενῆς (πράξεως), de διά et κενός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακενῆς of beter διὰ κενῆς (sc. πράξεως) [διά, κενός] adv., tevergeefs.
Russian (Dvoretsky)
διακενῆς: [из διὰ κενῆς, sc. πράξεως] adv. (тж. раздельно, тж. δ. ἄλλως Arph.) напрасно, попусту, зря Eur., Thuc., Polyb., Plut.
Greek Monotonic
διακενῆς: ή διὰκενῆς, επίρρ. αντί διὰ κενῆς πράξεως, μάταια, άσκοπα, ανώφελα, σε Ευρ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
διακενῆς: ἢ κάλλιον διὰ κενῆς, ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ πλήρους διὰ κενῆς πράξεως, ματαίως, «τοῦ κάκου», ἄνευ σκοποῦ τινος, ἀνωφελῶς, Ἱππ. 1210G, Εὐρ. Τρ. 753, πρβλ. Θουκ. 4. 126· δ. ἄλλως Ἀριστοφ. Σφηξ. 929· μάτην δ. Πλάτ. Κωμ. Φάωνι 2. 21.
Middle Liddell
[from διάκενος
διὰ, κενῆς, adv. for διὰ κενῆς πράξεως, in vain, idly, to no purpose, Eur., Ar.
Translations
in vain
Arabic: عَبَثًا; Armenian: զուր, իզուր; Belarusian: дарэмна, дарма, марна; Bulgarian: напразно; Catalan: en va; Chinese Mandarin: 徒然, 白白, 無益, 无益, 徒勞, 徒劳; Chinook Jargon: k'ax̣chi; Czech: neúspěšně; Dutch: tevergeefs, vergeefs; English: in vain, vainly, pointlessly, uselessly; Esperanto: sensolve, vane; Finnish: turhaan, tarpeettomasti, tarpeetta; French: en vain, inutilement; Galician: en balde, en van; German: vergebens, vergeblich; Greek: μάταια, του κάκου, εις μάτην, επί ματαίω; Ancient Greek: ἄκραντα, ἀλεμάτως, ἅλιον, ἁλίως, ἄλλως, ἀνεμώλια, ἀνόνητα, ἀνονήτως, ἀνωφελῶς, ἀπράκτως, ἀσυντελῶς, ἀτελειώτως, ἀτελέστως, αὔσιον, αὔτως, ἀχρεῖον, ἀχρήστως, διὰ κενῆς, διακενῆς, διακένως, δωρεάν, εἰκαῖα, εἰκῇ, ἐν κενοῖς, ἐτώσια, ἐτώσιον, ἠλέματα, ἠλεμάτως, ματαίως, μάτην, μάψ, τηνάλλως, τηυσίως, τηϋσίως, φρούδως; Hungarian: hiába, hasztalan, hasztalanul; Icelandic: til einskis, árangurslaus, unnið fyrir gýg; Italian: invano; Japanese: 無益の; Kazakh: бекер; Korean: 헛되이; Kurdish Central Kurdish: باداوە; Latin: in cassum, futtile, frustra, in vanum; Malayalam: വൃഥാ, വെറുതെ; Manchu: ᠮᡝᡴᡝᠯᡝ; Maori: parau, paraurehe, huakore; Navajo: chʼééh; Norwegian Bokmål: forgjeves, fånyttes; Nynorsk: forgjeves; Old English: on īdel; Plautdietsch: vejäfs; Polish: daremnie, na darmo, na próżno, bezskutecznie; Portuguese: em vão, inutilmente; Romanian: degeaba, în zadar; Russian: напрасно, зря, даром, тщетно, впустую, всуе, зря, безуспешно, попусту; Serbo-Croatian: ȕzalūd, ȕzalūdno; Slovene: zamàn; Spanish: en vano, en balde, inútilmente; Swedish: förgäves; Tagalog: lihing; Ukrainian: марно, даремно, дарма; Vietnamese: hoài