ὑδροφόρος

Revision as of 09:50, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

(parox.), ον, A carrying water, κόρη Plu. Them.31; ἀγγεῖον Poll.8.66. II Subst. ὑδροφόρος, ὁ and ἡ, water carrier, water seller, Hdt.3.14, X.An.4.5.10, PCair.Zen.702.24 (iii B. C.), LXX Jo. 9.33(27), Luc.Vit.Auct.7, etc.; Ὑδροφόροι, title of tragedies by Aeschylus and by Sophocles; ὑδροφόρος Ἀρτέμιδος Πυθίης, title of priestess at Branchidae, OGI226.1 (iii B. C.); so in plural, CIG2885, BMus.Inscr. 922.9; also at Athens, of maidens who served at the Dipolieia, Thphr. ap. Porph.Abst.2.30; cf. ὑδροφορέω ΙΙ. III ὑδροφόρους· ὑδρορρόους, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1174] Wasser tragend; ὁ ὑδροφόρος, der Wasserträger, Her. 3, 14; Luc. vit. auct. 7; ἡ ὑδροφόρος, die Wasserträgerinn, Xen. An. 4, 5, 10; Folgende.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte de l'eau ; ὁ, ἡ ὑδροφόρος porteur d’eau, porteuse d’eau.
Étymologie: ὕδωρ, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ὑδροφόρος: II ὁ и ἡ водоносец, водоноска Her., Xen. etc.
несущий воду (κόρη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροφόρος: -ον, ὁ φέρων ὕδωρ, κόρη Πλουτ. Θεμιστ. 31· ἀγγεῖον Πολυδ. Η΄, 66. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδροφόρος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ φέρων ὕδωρ, «νεροκουβαλητής», Ἡρόδ. 3. 14, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10, Λουκ., κλπ.· Ὑδροφόροι ἦτο τὸ ὄνομα τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 219 κἑξ.), καὶ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 597 κἑξ.)· - ἐκαλοῦντο δὲ Ὑδροφόροι γυναῖκες ὑπηρετοῦσαι ἐν τῷ ναῷ τῶν Βραγχιδῶν ἐν Μιλήτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2885 κἑξ., πρβλ. ὑδροφορέω, ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδροφόρους· ὑδρορρόους».

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑδροφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή μεταφέρει νερό ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται νερό (α. «υδροφόρος σωλήνας» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί.
γ. «ὑδροφόρον κόρην», Πλούτ.)
2. (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) ὁ υδροφόρος και ἡ ὑδροφόρος
αυτός που έχει ως έργο τη μεταφορά νερού, ο νεροκουβαλητής
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η υδροφόρος
όχημα ή πλοίο κατάλληλο για τη μεταφορά νερού
2. φρ. «υδροφόρος ορίζοντας»
γεωλ. νοητή υπόγεια επιφάνεια που αντιπροσωπεύεται από τις υδάτινες στάθμες τών φρεάτων και διεισδύει στη ζώνη του ολικά κορεσμένου με νερό διαπερατού πετρώματος, διαχωρίζοντας τη ζώνη του υπόγειου νερού από την υπερκείμενή της περιοχή του τριχοειδικού νερού
(αρχ,)
1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ὑδροφόροι
τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου και του Σοφοκλέους
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Ὑδροφόροι
α) γυναίκες ιέρειες του ναού τών Βραγχιδών στη Μίλητο
β) άγαμες νεαρές κόρες που έπαιρναν μέρος στα Διπολίεια, γιορτή που τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν του Διός Πολιέως
3. (η αιτ. πληθ.) ὑδροφόρους
(κατά τον Ησύχ.) «ὑδρορρόους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φόρος].

Greek Monotonic

ὑδροφόρος: -ον (φέρω),
I. αυτός που μεταφέρει, φέρει νερό, σε Πλούτ.
II. ως ουσ., ὑδροφόρος, και , νεροκουβαλητής, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

ὑδρο-φόρος, ον, φέρω
I. carrying water, Plut.
II. as substantive, ὑδρ., a water-carrier, Hdt., Xen.

Wikipedia EN

Water carrier (also water seller) is a profession that existed before the advent of centralized water supply systems. A water carrier collected water from a source (a river, a well, water pumps, etc.) and transported or carried containers with water to people's homes. After the construction of pipe networks, the profession of water carrier became unnecessary and disappeared.

Wikipedia DE

Der Ausdruck Wasserträger bezeichnet eine Person, die anderen notwendige Routinearbeiten abnimmt, sie damit unter Umständen erheblich entlastet und womöglich entscheidend zu deren Erfolg beiträgt.

Wikipedia ES

Un aguador o aguatero (en América) es la persona que vende y distribuye agua entre la población.​ Durante siglos fue una ocupación muy popular, cuando el suministro de agua corriente no estaba generalizado. Se reunían en las principales fuentes de las ciudades para abastecerse de agua y distribuirla a las casas de los compradores o venderla por la calle. De variada tipología, ha quedado noticia de aguadores que además de agua corriente, vendían aguas aromatizadas y refrescos.​​​

Wikipedia RU

Водоно́с (также водово́з, продаве́ц воды́) — профессия, существовавшая до появления централизованного водоснабжения. Водонос набирал воду в источнике (реке, колодце, из водокачки и т. п.) и разносил или развозил ёмкости с водой по домам. После строительства индивидуального водопровода профессия водоноса становится ненужной и исчезает.