ὡραϊσμός
English (LSJ)
ὁ, adornment, τοῦ σώματος, Plu.Agis 4; refinement, Id.2.972d; with notion of effeminacy and affectation, LXX Je.4.30: metaph. of style, elegance, D.H.Comp.1, Plu.Fab.1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
beauté, grâce.
Étymologie: ὡραῖος.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρᾱϊσμός: ὁ, καλλωπισμός, κομψότης, Πλουτ. Ἆγις 4., 2. 972D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας ἐκθηλύνσεως καὶ προσποιήσεως, Ἑβδ. (Ἱερ. Δ΄, 30)· μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1, Πλουτ. Φάβ. 1.
Russian (Dvoretsky)
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, Schmuck, Putz, das Ausschmücken, Herausputzen, gew. im tadelnden Sinne; Schol. Pind. N. 8, 1; Eust. 317, 41; Plut. Fab. M. 1.
Greek Monolingual
ο / ὡραϊσμός, ΝΜΑ ὡραΐζω, -ομαι]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ωραΐζω, εξωραϊσμός
μσν.-αρχ.
ομορφιά, ωραιότητα
αρχ.
μτφ. α) εκθήλυνση
β) (για λεκτικό ύφος) κομψότητα.