δραπετεύω

Revision as of 10:11, 22 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

run away, X.Mem.2.1.16; τινά from one, Pl.Smp.216b; παρά τινος Luc.Somn.12; δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν will skulk behind... X.HG2.4.16; δραπετεύοντα πολεμεῖν Id.Ages.1.23: metaph., shirk public service, D.42.25; [αἱ δόξαι] δ. ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.Men.98a; ἐκ τοῦ βίου Luc.Peregr.21; ἐκ φιλοσοφίας Plu.2.46e; slip away, εἰς τὸ βάθος, of fluids, Paul.Aeg.6.3.

Spanish (DGE)

(δρᾱπετεύω) I intr.
1 de pers. huir, escapar ref. al que evita una situación de sometimiento: de esclavos δραπετεύειν δεσμοῖς ἀπείργουσι X.Mem.2.1.16, ἐπεὶ οὐ μή με ὑπομείνῃς δραπετεύοντα Vit.Aesop.G 28, τῆς τῶν κεκτημένων χειρός Procop.Goth.3.16.19, cf. 33.12, PStras.612.23 (II d.C.), de combatientes φυλαττόμενοι δὲ δραπετεύσουσιν ἀεὶ ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν X.HG 2.4.16, ὡς μὴ δραπετεύοντα πολεμεῖν δέοι para que no (le) fuera preciso luchar mientras buscaba refugio X.HG 3.4.15, Ages.1.23, τὸν Πάριν δραπετεύσαντα ποιήσας (Homero) καταδυόμενον εἰς τοὺς κόλπους τῆς γυναικός Plu.2.655a, cf. 742d, 766b, de desertores δραπετεύσας παρ' αὐτῆς ηὐτομόλησεν ὡς ἐμέ Luc.Somn.12, de prisioneros PKöln 281.10 (VI d.C.), fig. αἱ δόξαι αἱ ἀληθεῖς ... δραπετεύσουσιν ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.Men.98a, cf. 97d, δραπετεύοντες ἐκ φιλοσοφίας desertando de la filosofía Plu.2.46e.
2 fig., sin implicar alejamiento fís. eludir, rehuir una liturgia, D.42.32, cf. 42.25.
3 fig., c. suj. de males, esp. enfermedades o síntomas marcharse, desaparecer τοῦ πυρετοῦ ... ἐκ τοῦ βουβῶνος δραπετεύοντος Luc.Philops.9, πάσης θεατῶν ὄψεως οἶκτος ἅπας ἐδραπέτευσε Amph.Seleuc.130, τὸ νόσημα τοῦ σώματος ἐδραπέτευσε Chrys.Anom.12.242, cf. Paul.Aeg.6.3
en v. med.-pas. ser puesto en fuga νῦν τὸ πένθος τῶν νεκρῶν ἐδραπετεύθη Amph.Or.7.3.
II tr. huir de, escapar de c. ac. de pers. δραπετεύω οὖν αὐτὸν καὶ φεύγω Pl.Smp.216b
de esclavos ὁρῶντες ... ἡμᾶς αὐτοὺς δραπετεύοντας viéndonos huir de ellos Aristid.Or.5.24, μὴ δραπέτευε σου τοὺς κυρίους Arr.Epict.4.1.146.

German (Pape)

[Seite 665] entlaufen, bes. von Sklaven, Xen. Mem. 2, 1, 16; neben ἀποδιδράσκω Plat. Men. 97 d; καὶ φεαγω αὐτόν Conv. 216 b; παρά τινος, Luc. Somn. 12; ἐκ φιλοσοφίας Plut. de aud. 9.

French (Bailly abrégé)

s'enfuir, s'échapper.
Étymologie: δραπέτης.

Russian (Dvoretsky)

δρᾱπετεύω:
1) бежать, убегать (τινά Plat., ἔκ τινος Plat., Luc., Plut. и παρά τινος Luc.): τοῦ δ. δεσμοῖς ἀπείργειν Xen.;
2) избегать, уклоняться (πολεμεῖν Xen.);
3) укрываться, прятаться (ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱπετεύω: φεύγω, κρυφίως φεύγω, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16· τινά, ἀπό τινος, Πλάτ. Συμπ. 216Β· παρά τινος Λουκ. Ἐνυπν. 12· δραπετεύουσιν ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν, θὰ φύγωσιν ὄπισθεν… κρυπτόμενοι δηλ. ὑπὸ…, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 16· δραπετεύοντα πολεμεῖν ὁ αὐτ. Ἀγησ. 1. 23· [αἱ δόξαι] δρ. ἐκ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Μένωνι 98Α· ἐκ τοῦ βίου Λουκ. Περεγρ. 21· - οὐσιαστ. δραπετεία, ἡ, Ἡσύχ. Ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

Greek Monolingual

(AM δραπετεύω)
φεύγω κρυφά
μσν.
αποφεύγω.

Greek Monotonic

δρᾱπετεύω: μέλ. -σω, διαφεύγω, αποδιδράσκω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, σε Ξεν.· τινά, από κάποιον, σε Πλάτ.· δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν, θα διαφύγουν κρυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους, σε Ξεν.

Middle Liddell

δρᾱπετεύω, fut. -σω
to run away, Xen.; τινά from one, Plat.; δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν will skulk behind their shields, Xen. [from δρᾱπέτης]