Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(AM ἀποδιδράσκω)
(νεοελλ., άχρηστος ο ενεστ. κ. ο πρτ.) δραπετεύω
αρχ.
1. φεύγω μακριά τρέχοντας, διαφεύγω
2. αποφεύγω κάποιον ή κάτι
3. λιποτακτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + διδράσκω
σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό
οι ρηματικοί του τύποι συνήθως σύνθετοι με την πρόθ. από].