εὐφεγγής
English (LSJ)
ές, bright, brilliant, ἡμέρα… εὐ. ἰδεῖν A. Pers. 387, cf. B. 18.26; Ἄρκτος ARh. 3.1195; σελάνα B. 8.29, cf. Plu. 2.161e; πεύκη, of a torch, AP 7.407.5 (Diosc.); τὸ εὐ. Luc. Hipp. 8.
shiny, τοῖχοι Suid. s.v. δύο τοίχους.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très brillant ; τὸ εὐφεγγές lumière brillante.
Étymologie: εὖ, φέγγος.
Russian (Dvoretsky)
εὐφεγγής: ярко сияющий, лучезарный (ἡμέρα Aesch.; σελήνη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφεγγής: -ές, φέγγων καλῶς, λαμπρός, φωτεινός, ἡμέρα.. εὐφ. ἰδεῖν Αἰσχ. Πέρσ. 387· ἀστέρες Ἀπολλ. Ροδ. Γ΄. 1195· σελήνη Πλούτ. 2. 161 Ε· τὸ εὐφ. Λουκ. Ἱππίας 8.
Greek Monotonic
Middle Liddell
English (Woodhouse)
German (Pape)
ές, schön leuchtend, strahlend, ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν Aesch. Pers. 379; sp.D., ἀστέρες Ap.Rh. 3.1195; πεύκη Diosc. ep. (VII.407); auch Plut., vom Monde, Sept. sap. conv. 18; τὸ εὐφ. = εὐφέγγεια, Luc. Hipp. 8.