λυσίτοκος

Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp. C. 3.128.

French (Bailly abrégé)

[ῡῐ] ος, ον :
qui facilite l'accouchement NONN 41.166.
Étymologie: λύω, τόκος.

Greek Monolingual

λυσίτοκος, -ον (Α)
αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχίτοκος, νεότοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

German (Pape)

[ῡ], die Geburt lösend, davon befreiend θέαινα, Nonn. D. 41.166; θάλαμοι, von den Hühnereiern, Opp. Cyn. 3.128, v.l. λυσίκομος.