νεότοκος

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότοκος Medium diacritics: νεότοκος Low diacritics: νεότοκος Capitals: ΝΕΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: neótokos Transliteration B: neotokos Transliteration C: neotokos Beta Code: neo/tokos

English (LSJ)

νεότοκον,
A new-born: metaph., fresh, recent, πάθος Aret.CD1.5.
II parox. νεοτόκος, ον, Act., having just brought forth, E.Ba.701, Aret.CA2.3; λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς D.H.1.79, Plu.2.320d.

German (Pape)

[Seite 245] neuerdings, eben erst geboren, – νεοτόκος, eben erst geboren habend, Eur. Bacch. 700 u. Sp., wie Plut. Alex. 33.

Russian (Dvoretsky)

νεότοκος: новорожденный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νεότοκος: -ον, ὁ νεωστὶ τεχθείς, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 5, Πλούτ. 2. 320C. ΙΙ. παροξυτ., νεοτόκος, ον, ἐνεργ., ὁ πρὸ μικροῦ τεκών, Εὐρ. Βάκχ. 701, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 3· νεοτόκους σπαργῶσα μαστοὺς Διον. Ἁλ. 1. 79.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεότοκος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, νεογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. απειρό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Greek Monotonic

νεότοκος: -ον (τίκτω), Ενεργ., αυτός που γέννησε πριν λίγο, σε Ευρ.

English (Woodhouse)

having just brought forth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)