ἰσορροπία

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, equipoise, equilibrium, Pl.Phd. 109a: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου Agath.4.25.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσορροπία:равновесие (τῇς γῆς Plat.): ἐπὶ τῆς ἰσορροπίας μένειν Plut. = ἰσορροπεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσορροπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσορροπία) ισόρροπος
η κατάσταση δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, επομένως δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («ισορροπία έλξης και αντίστασης»)
νεοελλ.
1. η κατάσταση του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («ισορροπία ζυγού»)
2. η στάση του σώματος με στήριξη στο ένα πόδι, στα χέρια ή στο κεφάλι
3. ισότητα δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «ισορροπία πολιτική» β. «ισορροπία οικονομική»)
4. φρ. «ισορροπία διανοητική» — υγιής διανοητική κατάσταση.

Greek Monotonic

ἰσορροπία: ἡ, ισορροπία, ζύγιασμα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἰσορροπία, ἡ,
equipoise, equilibrium, Plat. [from ἰσόρροπος

English (Woodhouse)

equilibrium, equipoise

German (Pape)

ἡ, das Gleichgewicht; τῆς γῆς Plat. Phaed. 109a; Plut. und andere Spätere