λυκοκτόνος

Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, A wolf-slaying, epithet of Apollo, S.El.6, Plu.2.966a, Porph.Abst.1.22, and v. Λύκειος; λ. φαρέτρη AP13.22 (Phaedim.). II λυκοκτόνον, τό, wolf's-bane, aconitum, Gal.11.820.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tueur de loups (Apollon);
2 τὸ λυκοκτόνον plante (sorte d'aconit) pour empoisonner les loups.
Étymologie: λύκος, κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

λῠκοκτόνος: убивающий волков (θεός Soph.; φαρέτρη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων λύκους, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Σοφ. Ἠλ. 6· πρβλ. Παυσ. 2. 19, 4, Πλούτ. 2. 966Α· καὶ ἴδε Λύκειος· λ. φαρέτρη Ἀνθ. Π. 13. 22. ΙΙ. λυκοκτόνον, τό, φυτόν τι δηλητηριάζον τοὺς λύκους, ἀκόνιτον, Γαλην. 13, σ. 158.

Greek Monolingual

λυκοκτόνος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («λυκοκτόνος φαρέτρη», Ανθ. Παλ.)
2. (το αρσ.) επίθετο του Απόλλωνος («αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυκοκτόνον
είδος φυτού με το οποίο δηλητηριάζονται οι λύκοι, το ακόνιτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος, παιδοκτόνος.

Greek Monotonic

λῠκοκτόνος: ὁ (κτείνω), επίθ. του Απόλλωνα, φονιάς λύκων, σε Σοφ.

Middle Liddell

λῠκο-κτόνος, ὁ, κτείνω
epithet of Apollo, wolf-slayer, Soph.

English (Woodhouse)

slaying wolves

German (Pape)

Wölfe tötend, Apollo, dem Wölfe geopfert werden, Soph. El. 6; vgl. Paus. 2.19; – τὸ λυκοκτόνον, Wolfsgift, Galen.