κατατυγχάνω

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

A hit one's mark, reach the object of... [τῆς ἐλπίδος] Demad.6,cf. Diocl.Fr.138; τῆς στρατείας D.S.13.3; τῆς σπουδῆς Ael. NA3.25. 2 abs., to be lucky or successful, opp. ἐξαμαρτάνω, D.18.178; τὴν θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν as to the situation of the city, one must hope to be successful, Arist.Pol.1330a37. 3 c. dat., fall to the lot of, Procop.Arc.4. 4 Pass., in abs. sense, τὸ κ. Euryph. ap. Stob.4.39.27. II to be in office at the time, ὁ κ. ἀρτυτήρ Test.Epict.4.37, cf. IG12(3).249.36 (Anaphe).

French (Bailly abrégé)

f. κατατεύξομαι, ao.2 κατέτυχον;
parvenir à, obtenir, réussir.
Étymologie: κατά, τυγχάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τυγχάνω succes hebben.

Russian (Dvoretsky)

κατατυγχάνω: (fut. κατατεύξομαι, aor. 2 κατετυχον) преуспевать, иметь успех (τῆς στρατείας Diod.; τῆς φιλοσοφίας, ταῖς προαγορεύσεσι, ἐν ταῖς θεραπείαις Plut.): τὴν (τῆς πόλεως) θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν πρὸς τέτταρα βλέποντας Arst. желательно, чтобы положение города было удачно в четырех отношениях.

Greek (Liddell-Scott)

κατατυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι, ἐπιτυγχάνω τὸν σκοπὸν μου, φθάνω εἰς τὸ ἀντικείμενον…, τῆς ἐλπίδος Δημάδ. 179. 12· τῆς στρατείας κατατυχεῖν προσευχόμενοι, ἵνα ἐν τῇ στρατείᾳ ἐπιτύχωσιν, ἀποβῇ εὐτυχὴς ἡ στρατεία, Διόδ. 13. 3· τῆς σπουδῆς Αἰλ. π. Ζ. 3. 25. 2) ἀπολ., εἶμαι ἐπιτυχὴς ἢ εὐτυχὴς («τυχηρός»), ἀντιθ. τῷ ἐξαμαρτάνω. Δημ. 288. 2· τὴν θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν, ὡς πρὸς τὴν θέσιν τῆς πόλεως πρέπει νὰ εὔχηταί τις νὰ εἶναι ἐπιτυχὴς εἰς τοὺς πολίτας, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 1· καὶ μετὰ δοτ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, τοῖς βασιλικοῖς ἱπποστασίοις κ. Προκοπ. Ἱστορ. 644. ΙΙ. ὁ κατατυγχάνων, ὁ κατὰ τύχην ὤν, ὁ ἑκάστοτε, παρ’ Ἀττικοῖς ὁ ἀεί· ὁ κ. ἁρτυτὴρ Συλλ. Ἐπιγρ. 2448 V. 1. 5, πρβλ. 2477b (προσθῆκ.).

Greek Monolingual

κατατυγχάνω (AM)
μσν.
συναντώ κάποιον
αρχ.
1. επιτυγχάνω τον σκοπό μου, φθάνω στο επιθυμητό τέλος τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῖν προσευχόμενοι, Διόδ.)
2. είμαι τυχερός («ἂν δ' ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῖν», Δημοσθ.)
3. τυχαίνω στο μερίδιο κάποιου («τοῖς βασιλικοῖς ἱπποστασίοις κατατυγχάνειν», Προκ.)
4. φρ. «ὁ κατατυγχάνων ἀρτυτήρ» — αυτός που τυχαίνει να είναι αξιωματούχος, ο εκάστοτε αξιωματούχος.

Greek Monotonic

κατατυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, επιτυγχάνω τον σκοπό μου, είμαι επιτυχημένος, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. -τεύξομαι
to hit one's mark, to be successful, Dem.

German (Pape)

(τυγχάνω), erlangen, erreichen, Glück haben, Gegensatz von ἐξαμαρτάνω, Dem. 18.178; mit acc. c. inf., Arist. Pol. 7.11; – auch τινός, ἐὰν δὲ ταύτης (ἐλπίδος) κατατύχω Demad. 6; τῆς στρατείας DS. 13.3; M.Anton. 10.12.