inconveniente
Spanish > Greek
ἀσχήμων, διάφορος, ἀποκλήρωσις, ἀκατάλληλος, ἀνεύθετος, ἀλυσιτέλεια, ἀεικελίως, ἀϊκής, ἀπρεπής, δυσπρεπής, ἐλάσσωμα, ἀπρόσλογος, ἀπηνής, δυσάρτητος, ἄχωρος, ἀπρόσηκος, ἄτοπος, δυσχρηστία
ἀσχήμων, διάφορος, ἀποκλήρωσις, ἀκατάλληλος, ἀνεύθετος, ἀλυσιτέλεια, ἀεικελίως, ἀϊκής, ἀπρεπής, δυσπρεπής, ἐλάσσωμα, ἀπρόσλογος, ἀπηνής, δυσάρτητος, ἄχωρος, ἀπρόσηκος, ἄτοπος, δυσχρηστία