ἐγκαλύπτω
English (LSJ)
A veil, wrap up, Ar. Ra.911:—Pass., to be veiled or enwrapped, Id.Pl.714, Pl. Phdr.243b; to be wrapped up (as for sleep), X.An.4.5.19, Pl.Prt. 315d; ἐγκεκαλυμμένος λόγος, a noted fallacy, Stoic.2.8,90, etc. II Med., hide oneself, hide one's face, Ar.Pl.707, etc.; ἐγκαλυπτόμενος καθεύδειν And.1.17; of persons at the point of death, X. Cyr.8.7.26, Pl. Phd. 118a, etc.: metaph., conceal one's feelings, c. part., νεμεσῶν ἐνεκαλύπτετο App. BC2.69. 2 as a mark of shame, Pl.Phd. 117c, D.Ep.3.42, Aeschin.2.107: c.acc. pers., feel shame before a person, θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν App.BC1.16: c. inf., to be ashamed to... PM asp.295.12 (v A.D.). 3 -καλυπτόμενος σφυγμός, term invented by Archig., Gal.8.662.
Spanish (DGE)
I tr. en v. act.
1 encerrar c. ac. de pers. ἐγκαλύπτει χαλκέῳ νυμφεύματ[ι] Δανάην E.Fr.Arch.2.7 (ap. crít., cf. ἐγκατάγω).
2 ocultar bajo un velo c. ac. de pers. ἕνα τιν' ἂν καθῖσεν ἐγκαλύψας Ar.Ra.91
•simpl. ocultar a la vista, no permitir ver c. ac. de cosa ἥ θ' ὑγρότης καὶ τὸ πλῆθος τῶν σαρκῶν ἐγκαλύπτουσι τὰς ἶνας Gal.2.500
•fig. c. ac. abstr. τἀληθές Gal.9.777, τὴν ἑαυτῶν ἀμαθίαν Origenes Cels.7.45, ἃ ... ἐπισκιάζει καὶ ἐγκαλύπτει τὸν λογισμόν Clem.Al.Strom.3.13.93.
II intr. en v. med.
1 envolverse, embozarse, taparse para dormir εἴ τις τῶνδε καὶ ἐγκεκαλυμμένος εὕδει Thgn.1045, ἐγκεκαλυμμένος ἐν κῳδίοις ... καὶ στρώμασι Pl.Prt.315d, cf. And.Myst.17, por temor ἐγὼ ἐνεκαλυψάμην δείσας Ar.Pl.707, cf. 714, Nu.735, por frío οἱ στρατιῶται ἐγκεκαλυμμένοι soldados envueltos en el manto X.An.4.5.19, para morir ὅταν δ' ἐγὼ ἐγκαλύψωμαι X.Cyr.8.7.26, ἐκκαλυψάμενος - ἐνεκεκάλυπτο γάρ - descubriéndose, pues se había tapado Pl.Phd.118a, como señal de vergüenza ὥστε ἐγκαλυψάμενος ἀπέκλαον Pl.Phd.117c, cf. Phdr.237a, 243b, Isoc.17.18, ἀναμνησθέντες ἐγκαλύψασθε D.Ep.3.42, para ocultarse c. ac. de rel. τὴν κεφαλὴν ἐγκαλυψάμενος Plu.Cor.23, ὁ Ἐγκαλυπτόμενος el Embozado o Enmascarado tít. de una comedia de Anaxipo, Ath.403e.
2 fig. ocultarse, actuar de forma encubierta, disimular ἐγὼ δὲ ἐγκαλύπτομαι me tapo los ojos, e.d., no quiero darme por enterado Aeschin.2.107, ἐγκεκαλυμμένος λόγος sofisma Chrysipp.Stoic.2.90, Sch.Luc.Herm.54, οἱ δ' οὐκ ἐγκαλυψάμενοι ... ἔφασαν éstos dijeron sin tapujos App.Mith.110, cf. Ath.278f, ὁ ἐγκαλυπτόμενος (σφυγμός) n. ficticio de un hipotético pulso encubierto Archig. en Gal.8.662, cf. 891
•c. part. pred. νεμεσῶν ... ἐνεκαλύπτετο disimulaba la indignación App.BC 2.69.
3 fig. sentir vergüenza ante c. ac. de pers. y gen. θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν App.BC 1.16, c. πρός y ac. οὐδὲ ἐγκαλύπτονται πρὸς τὸ δρᾶμα Gr.Nyss.Usur.203.23, cf. Hsch.
•c. inf. PMasp.295.1.12 (biz.).
German (Pape)
[Seite 704] einhüllen, verhüllen; Aesch. frg. 271 u. Folgde; ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις τισὶ καὶ στρώμασι Plat. Prot. 315 b. Oft im med., sich einhüllen; Ar. Nubb. 735; Plat. Phaedr. 237 a; καθεύδειν ἐγκεκαλυμμένον Andoc. 1, 17. Bes. = das Gesicht aus Scham verhüllen, ὑπ' αἰσχύνης ἐγκεκαλυμμένος Plat. Phaedr. 243 b; u. dah. = sich schämen, ἐπί τινι, Aesch. 2, 111; Dem. ep. 3 extr.; θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν, sich vor den Göttern wegen seines Vorhabens schämend, App. Civ. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
cacher dans, envelopper, voiler ; Pass. être voilé ; abs. être enveloppé (de couvertures, de vêtements pour s'abriter contre le froid) ; fig. ὁ ἐγκεκαλυμμένος LUC sorte de sophisme, litt. l'argument enveloppé;
Moy. ἐγκαλύπτομαι;
1 s'envelopper (de couvertures, etc.);
2 se voiler : τὴν κεφαλήν PLUT la tête;
3 se cacher la figure (de peur, de chagrin, pour pleurer, etc.) ; particul. se cacher la figure de honte, se cacher de honte : ἐπί τινι au sujet de qch, être confus de qch.
Étymologie: ἐν, καλύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκᾰλύπτω:
1 закутывать, окутывать, обматывать, закрывать (ἐγκαλύψας τὸ πρόσωπον οὐχὶ δεικνύς Arph.; τῷ σώματι ἡ ψυχὴ ἐγκεκαλυμμένη Plut.); med. закутываться, закрываться (τὴν κεφαλὴν ἐγκαλυψάμενος Plut.);
2 med. закрываться, прятаться, отворачиваться (от стыда, страха и т. п.) (φοβουμένους Arst.): ἐγκαλύψασθαι ἐπί τινι Aeschin. закрыться от стыда за что-л.; πορεόεται Φίλιππος εἰς Πύλας; Ἐγὼ δὲ ἐγκαλύπτομαι Aeschin. Филипп отправляется в Фермопилы? - Что же, я тут ни при чем.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαλύπτω: μέλλ. -ψω, καλύπτω, σκεπάζω τι καλῶς, Τραγ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 120, Ἀριστοφ. Βάτρ. 911: ― Παθ. περικαλύπτομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 714, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β· σκεπάζομαι (οἷον δι’ ὕπνον), Ξεν. Ἀν. 4. 5, 19· ἐγκεκαλυμμένος λόγος, περίφημον σόφισμα ἐν Διογ. Λ. 7. 82. ΙΙ. Μέσ., σκεπάζομαι, κρύπτομαι ὑπὸ τὰ σκεπάσματα, σκεπάζω τὸ πρόσωπόν μου, caput obvolvere, Ἀριστοφ. Πλ. 707, κτλ.· ἐγκαλυπτόμενος καθεύδειν Ἀνδοκ. 3. 26· ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26, Πλάτ. Φαίδων 118Α, κτλ. 2) ὡς σημεῖον αἰδοῦς ἢ αἰσχύνης, αὐτόθι 117C, Δημ. 1485, 9· ἐγκαλύψασθαι ἐπί τινι, Αἰσχίν. 42. 10· ― ἐντεῦθεν μετ’ αἰτ. προσ., αἰσθάνομαι ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 16.
Greek Monolingual
(AM ἐγκαλύπτω)
1. περιβάλλω, σκεπάζω
2. σκεπάζω το πρόσωπό μου από ντροπή
3. κρύβω τα αισθήματά μου
4. ντρέπομαι.
Greek Monotonic
ἐγκᾰλύπτω: μέλ. -ψω·
I. καλύπτω ένα πράγμα, σκεπάζω, σε Αριστοφ. — Παθ., περικαλύπτομαι ή περιτυλίγομαι, στον ίδ., Ξεν.
II. Μέσ., κρύβομαι, σκεπάζω το πρόσωπό μου, σε Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στο θάνατο, σε Ξεν., Πλάτ.· ως σημάδι ντροπής, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to veil in a thing, to wrap up, Ar.: —Pass. to be veiled or enwrapt, Ar., Xen.
II. Mid. to hide oneself, hide one's face, Ar., etc.; of persons at the point of death, Xen., Plat.; as a mark of shame, Plat.