ἀνακοιτάζομαι

Revision as of 13:15, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

deflower a maiden, Sch.Opp.H.1.390.

Spanish (DGE)

desflorar a una doncella, Sch.Opp.H.1.390.

Greek Monolingual

ἀνακοιτάζομαι)
νεοελλ.
βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα
αρχ.
(κυρίως γι' αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα- + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ». Το νεοελλ. ανακοιτάζομαι < ανα- + κοιτάζομαι, με τη νεοελλ. σημασία του ρ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακοίταγμα].

Translations

deflower

Albanian: zhvirgjëroj; Arabic: اِفْتَضَّ‎, or فَضَّ‎ + عُذْرِيّة‎ or بَكَارَة‎ vel sim.; Bulgarian: обезчестявам; Chinese Mandarin: 開苞, 开苞, 破瓜, 破處; Czech: odpanit; Dutch: ontmaagden; Esperanto: deflori, malvirgigi; Finnish: viedä neitsyys; French: déflorer, dépuceler; Galician: desflorar, desvirgar; German: deflorieren, entjungfern; Greek: διακορεύω, ξεπαρθενιάζω; Ancient Greek: ἀνακοιτάζομαι, ἀποπαρθενόω, γίσαι, διακορεύω, διακορέω, διακορίζω, διαπαρθενεύω, ἐκκορέω, ἐκκορίζω, ἐκπαρθενεύω, καταγιγαρτίζω; Hungarian: megbecstelenít; Icelandic: afmeyja; Ido: desvirgigar; Italian: deflorare, sverginare; Japanese: 破瓜する; Latin: defloro, devirgino; Luxembourgish: defloréieren; Macedonian: обесчестува; Polish: rozdziewiczać; Portuguese: deflorar, desvirginar; Romanian: deflora; Russian: лишать девственности, лишить девственности, дефлорировать, растлевать, растлить; Spanish: desflorar, desvirgar, violar; Telugu: కన్నెరికముతీయు; Turkish: kızlık bozmak