λουτρών

Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, bathing-room, bath-house, X. Ath.2.10, Lyc. 1103, PSI5.547.24 (iii B. C.), Ptol.Euerg.3 J. (pl.), Plu.2.734b, Procop. Aed.5.3; of a baptismal font, Id.Arc.17.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
salle de bain.
Étymologie: λούω.

German (Pape)

ῶνος, ὁ, Badegemach, Badehaus; Aesch. Eum. 439; Xen. Ath. 2.10; Plut. und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

λουτρών: ῶνος ὁ купальня, баня Aesch., Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λουτρών: -ῶνος, ὁ, (λουτρόν) ἴδιον δωμάτιον πρὸς λοῦσιν ἢ οἰκοδόμημα ἐν ᾧ ὑπῆρχον λουτῆρες πρὸς λοῦσιν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 461, Ξεν. Ἀθην. 2, 10.

Greek Monotonic

λουτρών: -ῶνος, ὁ (λουτρόν), χώρος, δωμάτιο για μπάνιο, οικοδόμημα στο οποίο υπήρχαν λουτήρες για μπάνιο, σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell

λουτρών, ῶνος, λουτρόν
a bathing-room, bath-house, Aesch., Xen.

English (Woodhouse)

bathing room