ἐκπρορέω

Revision as of 19:00, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

English (LSJ)

flow forth from, c.gen., Orph.L.203,AP9.669 (Marian.).

Spanish (DGE)

fluir, manar τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει ... πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ Orph.L.203, cf. Gr.Naz.M.37.1317A, c. gen. ὕδωρ ... πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων AP 9.669 (Marian.), en sent. fig. ISide 253.3 (I a./d.C.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couler en avant hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προρέω.

German (Pape)

(ῥέω), heraus- und hervorfließen; τινός, aus Etwas, praes., Mar. Schol. 3 (IX.669); Orph. Lith. 201.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπρορέω: поэт. = *ἐκπρορρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρορέω: ἐκρέω ἔκ τινος μέρους, Ἀνθ. Π. 9. 669, Ὀρφ. Λιθ. 201.

Greek Monolingual

ἐκπρορέω (Α)
(για πηγή) αναβλύζω από το εσωτερικό.

Greek Monotonic

ἐκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, απορρέω, πηγάζω, αναβλύζω, ξεχύνομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι
to flow forth from, Anth.