ἐκπρορέω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
flow forth from, c.gen., Orph.L.203,AP9.669 (Marian.).
Spanish (DGE)
fluir, manar τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει ... πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ Orph.L.203, cf. Gr.Naz.M.37.1317A, c. gen. ὕδωρ ... πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων AP 9.669 (Marian.), en sent. fig. ISide 253.3 (I a./d.C.).
French (Bailly abrégé)
ἐκπρορῶ :
couler en avant hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προρέω.
German (Pape)
(ῥέω), heraus- und hervorfließen; τινός, aus Etwas, praes., Mar. Schol. 3 (IX.669); Orph. Lith. 201.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρορέω: поэт. = *ἐκπρορρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρορέω: ἐκρέω ἔκ τινος μέρους, Ἀνθ. Π. 9. 669, Ὀρφ. Λιθ. 201.
Greek Monolingual
ἐκπρορέω (Α)
(για πηγή) αναβλύζω από το εσωτερικό.
Greek Monotonic
ἐκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, απορρέω, πηγάζω, αναβλύζω, ξεχύνομαι, σε Ανθ.