προρέω
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
Ep. Verb,
A flow forward or forth, flow amain, of rivers and streams, Il.21.260, Od.5.444, etc.; ἅλαδε προρέουσι Il.12.19, cf.5.598; εἰς ἅλαδε Od.10.351; ἐκ πέτρης Hes.Th.792.
II trans., pour forth, h.Ap.380; [κρήνη] ὕδωρ προρέεσκε A.R.3.225, cf. Orph.A.1132.
German (Pape)
[Seite 742] (s. ῥέω), poet., in Prosa προῤῥέω; – 1) hervor- od. vorwärtsfließen, weiter-, dahinströmen, ἅλαδε προρέων, Il. 5, 598. 12, 19, H. Apoll. 23; Hes. O. 759; εἰς ἅλαδε, Od. 10, 351; ἐκ πέτρης, Hes. Th. 792, einzeln bei Sp. – 2) auch trans. hervor od. vorwärts fließen machen, ergießen, H. h. Ap. 380, vgl. Ruhnk. en. crit. p. 268, aber Wolf hat mit Eust. ad Il. 2, 523, der den Vers aus Hes. (frg. 6) anführt, προχέω geschrieben. Vgl. noch Orph. Arg. 1130.
French (Bailly abrégé)
1 intr. couler en avant, s'épancher;
2 tr. faire couler en avant, épancher.
Étymologie: poét. p. *προρρέω, de πρό, ῥέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ρέω ep., voorwaarts stromen.
Russian (Dvoretsky)
προρέω:
1 течь, втекать (ἅλαδε и εἰς ἅλαδε Hom.);
2 вытекать, стекать (ἐκ πέτρης Hes.);
3 изливать (προρέειν - v.l. προχέειν - καλλίρροον ὕδωρ HH).
English (Autenrieth)
προρέει, -έουσι, inf. -έειν, part. -έοντος: flow forth, flow on.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) (αμτβ.) ρέω προς τα εμπρός, εκρέω
2. (μτβ.) χύνω προς τα έξω, εκχέω («(κρήνη) ὕδωρ προρέεσκε», Απολλ. Ρόδ.).
Greek Monotonic
προρέω: μέλ. -ρεύσομαι, ρέω προς τα εμπρός, ρέω δυνατά, λέγεται για ποταμούς, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
προρέω: μέλλ. -ρεύσομαι, Ἐπικ. ῥῆμα, ῥέω πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπὶ ποταμῶν, Ἰλ. Φ. 260. κτλ.· ἅλαδε προρέουσιν Μ. 19, πρβλ. Ε. 598, Ὀδ. Ε. 444· εἰς ἅλαδε Κ. 351· ἐκ πέτρης Ἡσ. Θεογ. 792. ΙΙ. μεταβ., ἐκχέω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 380· ἀλλ’ ὁ Wolf γράφει προχέειν ἑπόμενος τῷ Εὐστ., ὅστις μνημονεύει τὸν στίχον ὡς τοῦ Ἡσιόδου (Ἀποσπ. 6)· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 225, (κρήνη) ὕδωρ προρέεσκε (ἀλλὰ μετὰ διαφόρ. γραφ. προχέεσκε), πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1130 (1137).