ὁμόφυλος

Revision as of 08:50, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")

English (LSJ)

ον, A of the same race or of the same stock, akin (wider in sense than ὁμοεθνής, q.v.), Hp.Aër.12, Th.1.141, etc.; opp. ἀλλόφυλος, Epicur.Sent.39; οἱ ὁμόφυλοι = those of the same race, X.Cyr.5.4.27; φιλία ὁμόφυλος = friendship based on kinship, E.HF 1200 (lyr.), Pl.Mx.244a; ὁμόφυλος Ζεύς Id.Lg.843a; θοὑμόφυλον, = ὁμοφυλία, E.IT346, Decr. ap. D.18.186; τὸ μὴ ὁμόφυλον a city peopled by different races, Arist.Pol.1303a25. 2 generally, of the same breed or of the same kind, ἀρχαὶ οὐχ ὁμόφυλαι Philol.6; ὄρνιθες X.Cyr.1.6.39; ἀπιέναι πρὸς τὸ ὁμόφυλον ib.8.7.20, cf. Arist.Mu.396b10; [τὸ πῦρ] συγκρίνει τὰ ὁμόφυλα = homogeneous matter, Id.Cael.307b1, cf. GC329b28.

German (Pape)

[Seite 342] von gleichem Stamme, Geschlechte, stammverwandt; φιλία, Eur. Herc. Fur. 1200; θοὐμόφυλον, das gleiche Geschlecht, I. T. 346, wie Plat. Menex. 242 d; Thuc. 1, 141; ὄρνιθες, von derselben Art, Xen. Cyr. 1, 6, 39; int allgemeinern Sinne, der Verwandte, 8, 7, 20; Ζεὺς ὁμόφυλος, Plat. Legg. VIII, 843 a; Folgde; es hat einen weitern Begriff als ὁμοεθνής, s. dasselbe; οἱ γειτνιῶντες καὶ ὁμόφυλοι βάρβαροι, Hdn. 6, 2, 10; Plut. Arat. 45 u. A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de même tribu, de même race : τὸ ὁμόφυλον XÉN, p. crase θοὐμόφυλον EUR communauté de race;
2 en parl. d’animaux de même famille, de même espèce.
Étymologie: ὁμός, φῦλον.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόφῡλος:
1 принадлежащий к тому же роду, одноплеменный, соплеменный, родственный (τινος Plut.): φιλία ὁ. Eur. братская любовь; ὁ. Ζεύς Plat. Зевс единоплеменный (в отличие от Ζεὺς ξένιος);
2 той же породы (ὄρνιθες Xen.): τὰ συγγενῆ καὶ τὰ μὴ ὁμόφυλα Arst. вещества однородные и разнородные.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόφῡλος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, τοῦ αὐτοῦ γένους, (εὐρύτερον κατ’ ἔννοιαν τοῦ ὁμοεθνής, ὃ ἴδε), Ἱππ. π. Ἀερ. 289, Θουκ. 1. 141, κτλ.· οἱ ὁμόφυλοι, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 27· φιλία ὁμόφ., φιλία πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν καταγωγήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1200· ὁμ. Ζεὺς Πλάτ. Νόμ. 843Α· - τὸ ὁμόφυλον, = ὁμοφυλία, Εὐρ. Ι. Τ. 346, Δημ. 290. 20· τὸ μὴ ὁμόφυλον, ἐπὶ πόλεως κατοικουμένης ὑπὸ διαφόρων φυλῶν, Ἀριστ. Πολιτκ. 5. 3, 11. 2) καθόλου, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους, ἢ εἴδους, ὄρνιθες Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· πρὸς τὸ ὁμ. ἀπιέναι αὐτόθι 8. 7, 20, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 3· τὸ πῦρ συγκρίνει τὰ ὁμ., τὰς ὁμογενεῖς οὐσίας, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 5. 2, 4, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 8, 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόφυλος, -ον)
αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνήςμόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ ὁμοφύλους ὄρνιθας ἐξαπατάν», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμόφυλον
ομοφυλία, συγγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό-φυλος].

Greek Monotonic

ὁμόφῡλος: -ον (φῦλον), αυτός που προέρχεται από την ίδια φυλή ή το ίδιο γένος, σε Θουκ. κ.λπ.· οἱ ὁμόφυλοι, εκείνοι που ανήκουν στην ίδια φυλή, σε Ξεν.· φιλίαὁμ., φιλία μ' εκείνους που ανήκουν στο ίδιο γένος, που έχουν την ίδια καταγωγή, σε Ευρ.· τὸ ὁμόφυλον = ὁμοφυλία, στον ίδ.· τὸ μὴ ὁμόφυλον, πόλη που κατοικείται από διαφορετικές φυλές, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὁμό-φῡλος, ον, φῦλον
of the same race or stock, Thuc., etc.; οἱ ὁμ. those of the same race, Xen.; φιλία ὁμόφ. friendship with those of the same stock, Eur.:— τὸ ὁμόφυλον, = ὁμοφυλία, Eur.; τὸ μὴ ὁμ. a city peopled by different races, Arist.

English (Woodhouse)

of the same race, of the same stock

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὁμοῦ + φυλή τοῦ φύω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ὁμός.