μεγακλεής

Revision as of 14:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ές, A very famous, acc. (as if from μεγακλής) μεγακλέᾰ Opp.C.2.4. II parox. Μεγακλέης as pr. n.

German (Pape)

[Seite 104] ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très illustre.
Étymologie: μέγας, κλέος.

Russian (Dvoretsky)

μεγακλεής: 2, gen. έος многославный, славнейший Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μεγακλεής: -ές, λίαν ἔνδοξος, κλινόμενον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (ὡς ἐκ τοῦ μεγακλής), μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα Ὀππ. Κ. 2. 4, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 36, 43, 93, 99, 116, 143. II. παροξ. Μεγακλέης κύρ. ὄνομα ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν.

Greek Monolingual

μεγακλεής, -ές (ΑM)
αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. αγακλεής, δυσκλεής].

Greek Monotonic

μεγακλεής: -ές, πολύ διάσημος, δημοφιλής, το οποίο κλίνεται (όπως αν προερχόταν από το μεγακλής), μεγακλέος, -έϊ, -έα, -έες, -έα, σε Ανθ.

Middle Liddell

μεγα-κλεής, ές
very famous, declined (as if from μεγακλήσ) μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα, Anth.