ζώμευμα

Revision as of 18:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ατος, τό, soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς (v. ὑπόζωμα fin.), Ar.Eq.279.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jus, bouillon.
Étymologie: ζωμεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζώμευμα -ατος, τό [ζωμεύω] saus.

Russian (Dvoretsky)

ζώμευμα: ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с ὑπόζωμα).

Greek Monolingual

ζώμευμα, το (Α) ζωμεύω
(σε κωμ. λογοπαίγνιο του Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα, την οποία θα περίμενε κανείς]).

Greek Monotonic

ζώμευμα: -ατος, τό, ζωμός, σούπα· ζωμεύματα, λέγεται χάριν αστειότητας αντί ὑποζώματα νεώς, (βλ. τη λέξη «ὑπόζωμα»), σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ζώμευμα: τό, ζωμός, «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε ὑπόζωμα ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.

Middle Liddell

ζώμευμα, ατος, τό,
soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς, Ar. [from ζωμεύω