ποσός
English (LSJ)
ή, όν, indef. Adj. of a certain quantity or magnitude, Gorg. Fr. 3D., Pl. Sph. 245d, etc.; ποσὰ τῶν περιφερῶν a certain number of…, Epicur. Epic 2 p. 50U.; ἐπὶ ποσόν for a certain time, Plb. 2.34.15, etc.; οὐδ' ἐπὶ π. Id. 1.1.2; κατὰ ποσόν to a certain extent, Vett.Val. 81.22. ποσόν, τό, = ποσότης, Pl. Phlb. 24c, 24d, Arist. Cat. 4b20, Metaph. 1020a7, etc.; κατὰ ποσόν in point of quantity, Id. EN 1158b31. Adv. ποσῶς Corn. ND 34, Ruf. Oss. 18, Sor. Fract. 2, Vett.Val. 238.24, S.E. P. 1.120, 227.
German (Pape)
[Seite 687] indefin. zum Vorigen, von irgend einer Größe, ποσόν τι ὄν, Plat. Soph. 245 d ff; Arist . öfter u. Folgde. – Adv. ποσῶς, einigermaßen, S. Emp. pyrrh. 1, 120.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. indéf.
qui est de quelque grandeur, en quelque quantité.
Étymologie: *πός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΝΜΑ
αρχ.
(αόρ. αντων.)
1. αυτός που έχει ποσότητα ή μέγεθος (α. «ποσόν τι γὰρ ὄν, ὁπόσον ἂν -ᾖ, τοσοῦτον ὅλον ἀναγκαῖον εἶναι», Πλάτ.
β. «ποσά τῶν περιφερῶν», Επίκτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. ποσόν
βλ. ποσό
3. φρ. α) «ἐπὶ ποσόν» — για κάποιο χρονικό διάστημα («μείναντες ἐπὶ ποσόν... μετ' οὐ πολὺ ἔφευγον», Πλούτ.)
β.) «κατὰ ποσόν»
i) κατά κάποια έκταση
ii) από άποψη ποσότητας, ποσοτικώς.
επίρρ...
ποσώς / ποσῶς ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
ολωσδιόλου, καθόλου (α. «ποσώς μ' ενδιαφέρει» β. «ἐξάφες τὸ νὰ κάθεσαι ποσῶς εἰς τὸν πυλῶνα», Θεόδ. Πρ.)
αρχ.
κατά κάποιο ποσό, περίπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αόρ. αντων. ποσός έχει σχηματιστεί όπως και η ερώτ. πόσος με καταβιβασμό του τόνου στη λήγουσα (βλ. λ. πόσος)].
Russian (Dvoretsky)
ποσός: имеющий те или иные размеры: ποσόν τι ὄν, ὁπόσον ἂν ᾖ Plat. (все), имеющее какую-л. величину, какова бы она ни была.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποσός -ή -όν [~ πόσος] indef. van een bepaalde grootte. van een zekere hoeveelheid; Plat. Sph. 245d; subst. τὸ ποσόν kwantiteit. Plat. Phlb. 24c.
Middle Liddell
ποσός, ή, όν
indef. adj. of a certain quantity or magnitude, Lat. aliquantus, Plat., etc.