ὑπερωέω

Revision as of 12:06, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

start back, recoil, Il.8.122,314, 15.452.

German (Pape)

[Seite 1204] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452.

French (Bailly abrégé)

-ωῶ;
reculer, rétrograder.
Étymologie: ὑπό, ἐρωέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερωέω: отступать, пятиться: ὑπερώησαν οἱ ἵπποι Hom. кони отпрянули назад.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερωέω: ἀναπηδῶ ὀπίσω, ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452.

English (Autenrieth)

only aor., ὑπερώησαν, started back. (Il.)

Greek Monolingual

Α
τραβιέμαι πίσω, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρωῶ, -έω «ρέω, αναβλύζω, υποχωρώ, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].

Greek Monotonic

ὑπερωέω: μέλ. -ήσω, ξεκινώ για την επιστροφή, πηδώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to start back, recoil, Il.