αὐτοσχεδόν
English (LSJ)
A Adv. near at hand, hand to hand, in Hom. always of close fight, ξιφέεσσ' αὐ. οὐτάζοντο Il.7.273; δῄουν ἀλλήλους αὐ. 15.708; αὐ. ὡρμήθησαν 13.496, cf. Od.22.293:—once also αὐτοσχεδὰ δουρὶ… ἐπόρουσε Il.16.319; cf. αὐτοσχέδιος. 2 c. gen., near, close to, ἀλλήλῶν Arat.901. II of time, on the spot, at once, A.R. 1.12, 3.148.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αὐτοσχεδά Il.16.319, A.D.Adu.152.13 adv.
1 de lugar cerca, en un cuerpo a cuerpo ξιφέεσσ' αὐ. οὐτάζοντο Il.7.273, δῄουν ἀλλήλους αὐ. Il.15.708, αὐ. ὡρμήθησαν Il.13.496, αὐτοσχεδὰ δουρὶ ... ἐπόρουσε Il.16.319, Ὀδυσσεὺς οὖτα Δαμαστορίδην αὐ. Od.22.293, ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐ ὠριγνῶντο Hes.Sc.190, ἀστέρες ἀλλήλων αὐ. ἰνδάλλονται Arat.901, ἤλυθε δ' Ἀστερίων αὐ. A.R.1.35.
2 de tiempo inmediatamente, al punto ἵκετο δ' ἐς Πελίην αὐ. A.R.1.12, λίσσετο δ' αἶψα πορεῖν αὐ. A.R.3.148.
German (Pape)
[Seite 403] in der Nähe, μάχεσθαι, Mann gegen Mann kämpfen, Il. 15, 386; οὐτάζειν, δῃόω, 7, 273. 15, 708, in der Nähe, mit dem Schwerte verwunden; vgl. Hes. Sc. 190; ὁρμηθῆναι Il. 17, 530; auch αὐτοσχεδά; – nahe bei, τινός Arat. 901; von der Zeit, alsbald, Ap. Rh. 1, 12, öfter.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sur le lieu même ; de près;
2 sur-le-champ, aussitôt, en hâte.
Étymologie: αὐτός, σχεδόν.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσχεδόν: adv.
1 вблизи, грудь с грудью, врукопашную (μάχεσθαι Hom.);
2 в упор (οὐτάζειν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδόν: Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ὁμόθεν, ἐκ χειρός, συστάδην, Λατ. cominus, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μάχης ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ξιφέεσσ’ αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Ἰλ. Η. 273· δῄουν ἀλλήλους αὐτοσχεδὸν Ο. 708· αὐτ. ὡρμήθησαν Ν. 496· πρβλ. Ὀδ. Χ. 293: ― καὶ ἅπαξ, αὐτοσχεδὰ δουρὶ... ἐπόρουσε Ἰλ. Ἰλ. Π. 319· αὐτοσχέδιος. 2) μετὰ γεν. πλησίον, ἀλλήλων Ἄρατ. 901. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, εὐθύς, παραχρῆμα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 12., Γ. 148, κτλ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
αυτοσχεδόν επίρρ. (Α)
1. «εκ του συστάδην», από κοντά
2. αμέσως, ευθύς αμέσως.
Greek Monotonic
αὐτοσχεδόν: επίρρ., εκ του σύνεγγυς, χέρι με χέρι, Λατ. cominus, λέγεται για στενή μάχη, σε Όμηρ.
Middle Liddell
near at hand, hand to hand, Lat. cominus, of close fight, Hom.