ετερόπτωτος

Revision as of 06:57, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, -ον)
ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)
νεοελλ.
αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόπτωτον
αλλαγή πτώσεως (ως σχήμα λόγου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. αμετάπτωτος].