ἑτερόπτωτος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἑτερόπτωτον,
A having cases formed from different stems, e.g. μέγας, μεγάλου, A.D.Pron.11.4.
II -πτωτον, τό, change of case, as a figure of speech, Phoeb.Fig.1.5.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερόπτωτος: грам. неправильно склоняющийся, разносклоняемый (напр., ὕδωρ - ὕδατος).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόπτωτος: -ον, κατὰ πτῶσιν ἄλλης κλίσεως ἀνωμάλως κλινόμενος, τὸ γοῦν μεγάλοι ἑτερόπτωτον ὂν τοῦ μέγας, ὀρθῶς ἐπὶ δυϊκοῦ τὸ λ ἐφύλαξε Ἀπολλ. περὶ Ἀντωνυμ. 11C.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, -ον)
ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)
νεοελλ.
αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόπτωτον
αλλαγή πτώσεως (ως σχήμα λόγου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. αμετάπτωτος].