ἑτερόπτωτος

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόπτωτος Medium diacritics: ἑτερόπτωτος Low diacritics: ετερόπτωτος Capitals: ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: heteróptōtos Transliteration B: heteroptōtos Transliteration C: eteroptotos Beta Code: e(tero/ptwtos

English (LSJ)

ἑτερόπτωτον,
A having cases formed from different stems, e.g. μέγας, μεγάλου, A.D.Pron.11.4.
II -πτωτον, τό, change of case, as a figure of speech, Phoeb.Fig.1.5.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόπτωτος: грам. неправильно склоняющийся, разносклоняемый (напр., ὕδωρ - ὕδατος).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόπτωτος: -ον, κατὰ πτῶσιν ἄλλης κλίσεως ἀνωμάλως κλινόμενος, τὸ γοῦν μεγάλοι ἑτερόπτωτον ὂν τοῦ μέγας, ὀρθῶς ἐπὶ δυϊκοῦ τὸ λ ἐφύλαξε Ἀπολλ. περὶ Ἀντωνυμ. 11C.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, -ον)
ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)
νεοελλ.
αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόπτωτον
αλλαγή πτώσεως (ως σχήμα λόγου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. αμετάπτωτος].