πιάσιμο

Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πιάνω, η λήψη, η λαβή, η ανάληψη, η σύλληψη, το ἁρπαγμα, το άδραγμα («δύσκολο το πιάσιμο του ελαφιού με τον βρόχο»)
2. αφή, άγγιγμα, ψαύση («η ποιότητα του υφάσματος φαίνεται από το πιάσιμο»)
3. το ριζοβόλημα, η ρίζωση («το πιάσιμο του δέντρου»)
4. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) η σύλληψη, η κύηση, η εγκυμοσύνη, η γονιμοποίηση, η κυοφορίαπιάσιμο του παιδιού»)
5. παράλυση, μόνιμη ή παροδική αναπηρία ενός μέλους του σώματος, αγκύλωση ή μούδιασμα («δεν μπορεί να κουνηθεί απ' το πιάσιμο»)
6. στον πληθ. τα πιασίματα
οι λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ- του αορ. έ-πιασ-α του πιάνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο, κάψιμο)].