νησοποιώ

Revision as of 16:39, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ νησοποιῶ, -έω)
μεταβάλλω μιαν έκταση σε νησί, αφού τήν αποκόψω με διώρυγα από τη συνέχειά της στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -ποιῶ (< -ποιός), πρβλ. νοσοποιώ, φθοροποιώ].