μηδοσύνη
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 171] ἡ, Klugheit, Simmi. securis (XV, 22).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
μηδοσύνη: (ῠ) ἡ благоразумие, разумность Anth.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
μηδοσύνη, ἡ (Α) σκέψη, φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μηδ- του μήδομαι «συλλογίζομαι, τεχνάζομαι» + κατάλ. -οσύνη].