μηδοσύνη

Revision as of 08:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, counsel, prudence, Simm.25.1, Phot.

German (Pape)

[Seite 171] ἡ, Klugheit, Simmi. securis (XV, 22).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: μήδομαι.

Russian (Dvoretsky)

μηδοσύνη: (ῠ) ἡ благоразумие, разумность Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μηδοσύνη: ἡ, σκέψις, φρόνησις, Ἀνθ. Π. 15. 22, Φωτ.

Greek Monolingual

μηδοσύνη, ἡ (Α) σκέψη, φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μηδ- του μήδομαι «συλλογίζομαι, τεχνάζομαι» + κατάλ. -οσύνη].

Greek Monotonic

μηδοσύνη: ἡ (μῆδος), συμβουλή, σύνεση, φρόνηση, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηδοσύνη, ἡ, μῆδος
counsel, prudence, Anth.