προαύλιο
Greek Monolingual
το / προαύλιον, ΝΜΑ
ο χώρος μπροστά από την αυλή («ἐξήλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε», ΚΔ)
νεοελλ.
η αυλή και ο χώρος μπροστά σε οικοδόμημα («το προαύλιο του σχολείου»)
μσν.
πληθ. τὰ προαύλια
η μέρα πριν από τον γάμο, σε αντιδιαστολή προς τα επαύλια
αρχ.
ανοιχτός χώρος μπροστά σε μάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -αύλιο (< αὐλή), πρβλ. επαύλιον].