προαύλιο

Revision as of 14:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / προαύλιον, ΝΜΑ
ο χώρος μπροστά από την αυλή («ἐξήλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε», ΚΔ)
νεοελλ.
η αυλή και ο χώρος μπροστά σε οικοδόμημα («το προαύλιο του σχολείου»)
μσν.
πληθ. τὰ προαύλια
η μέρα πριν από τον γάμο, σε αντιδιαστολή προς τα επαύλια
αρχ.
ανοιχτός χώρος μπροστά σε μάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -αύλιο (< αὐλή), πρβλ. επαύλιον].