πριαπίσκος

Revision as of 16:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. διαστολέας ή υπόθετο του πρωκτού
2. ιατρ. πώμα για τα ρουθούνια
3. περινεϊκός γόμφος
4. το φυτό σατύριον
5. άλλη ονομασία για το φυτό ερυθρόνιο
6. μικρό ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].