σκνίπτω

Revision as of 09:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

pinch, nip, Hsch. (Akin to σκνίψ; cf. σκηνίπτω.)

German (Pape)

[Seite 901] kneipen, zwicken, zwacken, Hesych. νύσσω, übertr., abzwacken, knickern, knausern, scharren u. schaben, d. i. kleinlich geizen, vgl. σκνίψ, κνίψ, κνάω; die Gramm. haben auch die Formen σκενίπτω u. σκηνίπτω.

French (Bailly abrégé)

= νύσσω, καινοτομέω HSCH.

Greek (Liddell-Scott)

σκνίπτω: «τσυμπῶ», κνίζω, «νύσσω» Ἡσύχ. (Συγγενὲς τῷ σκνίψ). Ὁ τύπος σκηνίπτω ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρ’ Ἡσυχ. = διαφθείρω, κτλ.).

Greek Monolingual

Α σκνίψ, σκνιπός]
(κατά τον Ησύχ.) νύσσω, τσιμπώ, κεντώ.