σκνίψ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ὁ, gen. σκνῑπός: nom. pl. σκνῖφες LXX Ex.8.16(12), al., but σκνῖπες Ps.104(105).31; acc. σκνίπας [ῐ] Ezek.Exag.135:—an insect found under the bark of trees, eaten by the woodpecker, Arist.HA 614b1, Sens.444b12 (in both places with v.l. κνίψ, which is the form used by Thphr. ), Plu.2.636d: from its quick jump comes the prov., ὁ σκνὶψ ἐν χώρᾳ 'a flea at home!' Stratt.70, Zen.5.35:—an insect which attacks vines, Gal.12.186. (Cf. Slav. sknipa 'gnat'.)
German (Pape)
[Seite 901] ὁ, seltener ἡ, gen. σκνιπός u. σκνιφός, nom. plur. σκνῖπες, Lob. Phryn. 399 f (vgl. κνίζω, σκνίπτω), wie κνίψ, eine Ameisenart, welche die Feigen benagt; – auch ein Wurm, der unter der Baumrinde das Holz zernagt, Plut. Symp. 2, 3, 2, VLL.; ἐξ οἴνου τρεπ ομένου, S. Emp. pyrrh. 1, 41. – Sprichwörtlich σκνὶψ ἐκ χώρας, von schnell Wegspringenden, Strattis bei Zenob. 5, 35, vgl. Phot.
French (Bailly abrégé)
σκνιπός (ὁ, ἡ)
petit ver qui pique le bois (ciron), insecte.
Étymologie: DELG κνίψ.
Russian (Dvoretsky)
σκνίψ: σκνῑπός ὁ
1 насекомое древоточец Arst., Plut.;
2 червячок Sext.
Greek (Liddell-Scott)
σκνίψ: ὁ, οὐχὶ ἡ, (Λοβ. Παραλ. 114), γεν. σκνῑπός· ὀνομ. πληθ. σκνῖφες, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 5. 7· - ἔντομον κωνωπῶδες εὑρισκόμενον ὑπὸ τὸν φλοιὸν τῶν δένδρων, ὅπερ ἐσθίει ἀνευρίσκων ὁ δρυοκολάπτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 1, π. Αἰσθήσ. 5, 22 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ τῆς διαφόρ. γραφ. κνίψ, ὡς παρὰ Θεοφρ.), Πλούτ. 2. 636D· ὡς ἐκ τοῦ ταχέος αὐτοῦ πηδήματος προέκυψεν ἡ παροιμία, ὁ σκνὶψ ἐν χώρᾳ, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 12, Παροιμιογρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ζῷον χλωρόν τε καὶ τετράπτερον». Πρβλ. τὸ Σλαυ. sknipa = κώνωψ.
Greek Monolingual
η / σκνίψ, -ιπός, ὁ, ΝΜΑ
1. κοινή, σήμερα, ονομασία νηματόμορφων δίπτερων εντόμων της οικογένειας φλεβοτομίδες, αιματορρόφων παρασίτων του ανθρώπου, τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον από επιδημιολογική άποψη γιατί μεταδίδουν σοβαρές νόσους, όπως είναι οι λεϊσμανιώσεις κ.ά.
2. το γνωστό με τη σύγχρονη επιστημονική ονομασία κύνιψ γένος παράσιτων υμενόπτερων εντόμων, που ζουν στις δρυς και προκαλούν τη δημιουργία τών κηκίδων στα δένδρα αυτά («κόπτει δὲ τὰς δρῡς τῶν σκωλήκων καὶ σκνιπῶν ἕνεκεν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «σκνίπα στο μεθύσι» — πολύ μεθυσμένος
αρχ.
1. είδος εντόμου που προσβάλλει το αμπέλι
2. παροιμ. φρ. «ὁ σκνίψ ἐν χώρᾳ» — λεγόταν για εκείνους που πηδούσαν γρήγορα από το ένα μέρος σε άλλο (Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. κνίψ (για ετυμολ. βλ. λ. κνίψ). Ο νεοελλ. τ. σκνίπα < αρχ. σκνίψ, σκνιπός με αλλαγή γένους].
Mantoulidis Etymological
- σκνιπός (=σκνίπα). Ἀντί κνίψ τοῦ κνίζω (=ξύνω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.