χωρικός
English (LSJ)
χωρική, χωρικόν, (χώρα)
A rustic, rural, Vett.Val.7.8; ἐργάται POxy.141.5 (vi A. D.), cf. Poll.9.13; in Egypt, λειτουργίαι χ., of services rendered in the χώρα, i.e. outside Alexandria (cf. χώρα II.3), OGI669.34 (i A. D.); χ. βιβλιοθήκη PFlor.46.1 (ii A. D.).
2 indigenous, κάλαμος PMag.Par.1.63; ἀρτεμισία cj. for χλωρ- (q.v.) ib.914; φῦκος PHolm.21.45.
German (Pape)
[Seite 1388] = χωριτικός; ὄρχησις Poll. 4, 105; bei Xen. Cyr. 4, 5,54 f. L.
Greek (Liddell-Scott)
χωρικός: -ή, -όν, (χώρα) ὡς καὶ νῦν, ἀγροτικός, ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς κατοικῶν, ἀγρότης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 34, Πολυδ. 9. 13· τις τῶν χωρικῶν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 6. 40· ἴδε Δουκάγγ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Συνέσ. 167Α.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό / χωρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωριό ή αυτός που προέρχεται από το χωριό, αγροτικός
νεοελλ.
φρ. «χωρικά ύδατα»
(νομ.) η μεταξύ τών ακτών ή της εσωτερικής θάλασσας ορισμένου κράτους και της ελεύθερης θάλασσας
θαλάσσια περιοχή στην οποία ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα το κράτος αυτό
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο χωρικός και η χωρική
ο κάτοικος του χωριού, χωριάτης
μσν.
1. μτφ. κουτός ή παράλογος
2. το αρσ. ως ουσ. άνθρωπος ηλίθιος
αρχ.
1. ιθαγενής, ντόπιος.
επίρρ...
χωρικῶς Α
(πιθ. τ.) με τρόπο που αρμόζει σε έναν χωρικό.
(II)
-ή, -ό, Ν χώρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χώρο (α. «χωρική διάσταση» β. «χωρική καμπύλη»).
Léxico de magia
-όν de la zona, indígena de una caña utilizada en la práctica mágica κάλαμον χωρικὸν ὡς πηχῶν δύο πήξας ἐν τῇ γῇ ὀλίγον ἐπικεκλιμένον fija en la tierra una caña de la zona de dos codos de tamaño, un poco inclinada P IV 64