φίλτατος

Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

η, ον, irreg. Sup. of φίλος, mostly poet., Il.6.91, al., Pi.P.9.98, A.Th.16, Ar.Ach.885, etc.; τὰ φ. one's nearest and dearest, v. φίλος 1.1c; οἱ φ. A.Ch.234; less freq. in Prose, Pl.Prt. 314a, Grg.513a, Lg.650a, X.Cyr.4.3.2, etc.; τὰ φ. σώματα, opp. τοὺς ἀλλοτρίους, Aeschin.3.78; cf. φίντατος.

German (Pape)

[Seite 1289] superl. zu φίλος, Hom. u. Hes., s. φίλος.

French (Bailly abrégé)

Sp. de φίλος.

Russian (Dvoretsky)

φίλτατος: superl. к φίλος I.

Greek (Liddell-Scott)

φίλτατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ φίλος, Ὅμ., Ἡσ., καὶ Τραγικ.· τὰ φίλτατα, τὰ ἀγαπητότατα πρόσωπα, οἱ στενώτατοι συγγενεῖς, οἷον γονεῖς, τέκνα, ἀνὴρ ἢ γυνή, ἀδελφοὶ ἢ αδελφαί, ἴδε ἐν λ. φίλος Ι. 1. γ· σπανιώτερον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Πρωτ. 313Ε, Γοργ. 513Α, Νόμ. 650Α, Ξεν., κλπ.· ἴδε Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 964· τὰ φίλτατα σώματα, ἐναντίον τοῦ τοὺς ἀλλοτρίους, Αἰσχίν. 64. 42· πρβλ. φίντατος.

English (Autenrieth)

see φίλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φίλτατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίντατος Α
(υπερθ. βαθμός) ο πάρα πολύ αγαπητός, προσφιλέστατος
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φίλτατοι και τὰ φίλτατα
τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -τατος τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)].

Greek Monotonic

φίλτατος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του φίλος, σε Όμηρ., Τραγ.

Middle Liddell

φίλτατος, η, ον [irreg. Sup. of φίλος, Hom., Trag.]

English (Woodhouse)

dearest