ὠμογέρων

Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,
A a fresh, active old man, sprightly old man Il.23.791, Megasth. ap. Arr.Ind.9.7 (pl.), AP7.363.9, Gal.6.379, cf. Hsch.
II one untimely old, as expl. of the Ep. ὠμὸν γῆρας (v. ὠμός II.3), EM821.48: so as adjective, βόστρυχος ὠ. AP5.263 (Paul.Sil.).

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
1 vieillard encore vert;
2 vieux avant l'âge.
Étymologie: ὠμός, γέρων.

German (Pape)

οντος, ein noch frischer, munterer, rüstiger Greis, den das Alter noch nicht mürbe gemacht hat, Il. 23.791; und so auch Ep.adesp. 680 (VII.563) zu nehmen. – Aber auch ein unreifer, unzeitiger Greis, der vor der Zeit durch Sorgen, Gram oder Krankheit alt und grau geworden ist, wie ὠμὸν γῆρας (Od. 15.357; Hes. O. 707); Luc. merc.cond. 25; aus adjektivisch, βόστρυχος ὠμογέρων, Paul.Sil. 10 (V.264).

Russian (Dvoretsky)

ὠμογέρων: οντος adj. ὠμός 7] преждевременно состарившийся, безвременно увядший (βόστρυχος Anth.).
οντος ὁ ὠμός 2] здоровый и крепкий старик Hom., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμογέρων: -οντος, ὁ, ὁ ἔτι ἀκμαῖος γέρων μὲν ἀλλὰ ζωηρὸς ἔτι, Ἰλ. Ψ. 791, Μεγασθ. ἐν Ἀρρ. Ἰνδ. 9. 7 (Ἀποσπ. 23 Μūller), Ἀνθ. Π. 7. 3631, Γαλην. 6. 379· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλ. cruda viridisque senectus. II. ὁ προώρως γηράσας, μόνον παρὰ Γραμματ., ἕνεκα ἡμαρτημένης ἑρμηνείας τοῦ Ἐπικοῦ ὠμόν γῆρας (ἴδε ὠμὸς ΙΙ. 3)· ― ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. ἔχει τὴν σημασίαν ταύτην, οἷον βόστρυχος ὠμ. Ἀνθ. Π. 5. 264. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠμογέρων· οἱ μὲν τὸν ἀρξάμενον γηράσκειν, ἔτι δὲ ἰσχύοντα· οἱ δὲ τὸν μὴ λευκαινόμενον τὴν κεφαλὴν, ὄντα δὲ πρεσβύτην».

English (Autenrieth)

(ὠμός, cf. cruda senectus): fresh, vigorous old man, Il. 23.791†.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει γεράσει πρόωρα
μσν.
ως επίθ. (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα
αρχ.
ακμαίος, ζωηρός γέροντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γέρων.

Greek Monotonic

ὠμογέρων: -οντος, ὁ, ἡ, ακμαίος, δραστήριος γέρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὠμο-γέρων, οντος,
a fresh, active old man, Il.