δίζυξ

Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ζῠγος, double-yoked, ἵπποι Il.5.195, 10.473; double, δίζυγος ἠπείροιο AP4.3b.40 (Agath.); δ. χαλκός castanets, ib.9.139 (Claudian): neut. pl., δίζυγα ξύλα IG12(9).907.30 (Chalcis); δίζυγι πυρί Nonn. D. 22.352; δ. κῶλα having two bones (cf. διζυγής), Paul. Aeg.6.107.

Spanish (DGE)

-ῠγος
1 en plu. uncidos de dos en dos δίζυγες ἵπποι Il.5.195, 10.473.
2 doble, que consta de dos partes δ. ... χαλκός de los crótalos AP 9.139 (Claudianus), αὐλός Nonn.D.8.17, συνωρὶς δ. παίδων Nonn.D.9.96, εὐεπίη AP 16.316 (Michaelius), op. μονόζυξ: ξύλα IG 12(9).907.30 (Calcis IV d.C.), δίζυγα κῶλα miembros que tienen dos huesos Paul.Aeg.6.107.2
doble, que consiste en dos μαζός Nonn.D.9.97, πῦρ Nonn.D.22.352, δίζυγος ἠπείροιο ... κεραίη AP 4.86, cf. 9.482 (ambos Agath.)
c. plu. dos δίζυγες ... υἱέες dos hijos, IEryth.303.2 (heleníst.), δίζυγες ... πόδες Nonn.D.9.179
de dos en dos περόωσι ... δίζυγες ἄλλοι Opp.H.1.444.

German (Pape)

[Seite 623] υγος, zweispännig, zu zweien zusammengespannt; Homer zweimal, Iliad. 5, 195. 10, 473 παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι

French (Bailly abrégé)

-ζυγός (ὁ, ἡ)
attelé à deux.
Étymologie: δίς, ζεύγνυμι.

English (Autenrieth)

υγος (ζεύγνῦμι): pl., yoked two abreast, Il. 5.195 and Il. 10.473.

Greek Monolingual

δίζυξ, ο, η και διζυγής, -ές (Α)
1. (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον
2. διπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -ζυξ < (θ.) ζυγ- του εζύγην, παθητικός αόρ. β' του ζεύγνυμι (πρβλ. άζυξ, ομόζυξ, σύζυξ)].

Greek Monotonic

δίζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (ζυγόν), αυτός που βρίσκεται μαζί με κάποιον άλλο στο ζυγό, ἵπποι, σε Ομήρ. Ιλ.· διπλός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δίζυξ: ῠγος adj.
1 запряженный в паре: δίζυγες ἵπποι Hom. пароконная запряжка;
2 двойной: δ. ἤπειρος Anth. два (оба) материка, т. е. Европа и Африка.

Middle Liddell

δί-ζυξ, ζῠγος, ὁ, ἡ, n ζυγόν
double-yoked, ἵπποι Il.: double, Anth.