εὐκρίνεια

Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, (εὐκρῐνής)
A clear-sightedness, Pl.Def.414a.
2 distinctness of outline, Diocl.Fr.141.
3 limpidity of style, εὐ. καὶ καθαρότης Hermog. Id.1.2, cf.4.
4 clear distinction, προσώπων καὶ πραγμάτων Procl. in R.1.15 K.

German (Pape)

ἡ, Reinheit, Deutlichkeit, Plat. def. 414a; vom Styl, Hermog.

Russian (Dvoretsky)

εὐκρίνεια:четкость, отчетливость, ясность Plat.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκρίνεια: ἡ, (εὐκρῐνὴς) καθαρότης, σαφήνεια, Πλάτ. Ὅροι 414Α, Εὐστ. Πονημάτ. 303, 35, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 210, κλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκρίνεια, Μ και εὐκρινία) ευκρινής
1. η ιδιότητα του ευκρινούς, η διαύγεια, η καθαρότητα
2. (για έκφραση και ύφος) η ενάργεια, η σαφήνειαεὐκρίνεια καὶ καθαρότης», Ερμογ.)
αρχ.
1. το ευδιάκριτο του περιγράμματος
2. καθαρή, σαφής διάκριση («προσώπων καὶ πραγμάτων εὐκρίνεια», Πρόκλ.).