χοιρογρύλλιος

Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, = Heb. shâphân, Hyrax syriacus, coney, LXX Le.11.6, De.14.7, Ps. 103(104).18, Pr.24.61 (30.26); also χοιρόγρυλλος, PMag.Leid.V.12.28, Glossaria; wrongly expld. by Hsch. (who makes it neut.) and Suid. as ἀκανθόχοιρος, ὕστριξ, ἐχῖνος χερσαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρογρύλλιος: ὁ, ἑμηνεύεται παρὰ τῷ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. (ὅστις ποιεῖ αὐτὸ οὐδέτερ.) διὰ τοῦ ἀκανθόχοιρος, ὕστριξ, ἐχῖνος, χερσαῖος· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευ. ΙΑ΄, 6, Δευτ. ΙΔ΄, 7, Ψαλμ. ΡΔ΄, 18) κεῖται εἰς μετάφρ. τοῦ Ἑβρ. shâphân, δηλ. hyrax Syriacus, μικρὸν ζῷον ὅμοιον πρὸς τὸν μυωξὸν ἢ ἀρουραῖον μῦν· δὲν δύναται νὰ εἶναικόνικλος, διότι οὗτος δὲν εὑρίσκεται ἐν Παλαιστίνῃ· πρβλ. ἀρκτόμυς.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και χοιρόγρυλλος, ὁ, και χοιρογρύλλιον, τὸ, Α
μικρό ζώο που μοιάζει με τον μυωξό και τον αρουραίο («τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῦτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῖ, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν», ΠΔ)
αρχ.
σκαντζόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + γρύλλος (Ι) «χοίρος»].