κλισμός

Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ (fem. only in Theoc.15.85), (κλίνω)
A couch, κλισμούς τε θρόνους τε Od.1.145; χρύσεοι κ. Il.8.436; κ. βασιλήϊος Thgn.1191, cf. Hp.Mul.2.149, E.Or.1440 (lyr.); κ. δίφροιο Arat.251.
II inclination, slope, Arist.Col.792a22.

German (Pape)

[Seite 1455] ὁ (κλίνω), Lehnstuhl, Ruhebett, neben θρόνος, Od. 1, 145 u. öfter; von diesem vielleicht ursprünglich unterschieden, vgl. θρόνος u. Ath. V, 192 f; mit einer Fußbank versehen, Od. 4, 136; βασιλήϊος Theogn. 1191; Eur. Or. 1440; sp. D., wie Arat. 251. – Die Schreibart κλεισμός, Hesych., ist falsch.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lit de repos, siège allongé.
Étymologie: κλίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλισμός -οῦ, ὁ [κλίνω] leunstoel.

Russian (Dvoretsky)

κλισμός:
1 седалище, стул (κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.);
2 наклон, скат Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κλισμός: ὁ, (κλίνω) ὡς τὸ κλισία ΙΙ, κλιντήρ, ἀνάκλιντρον, συχν. παρ’ Ὁμ., κλισμούς τε θρόνους τε Ὀδ. Α 145· κοσμεῖται διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 436· διὰ τάπητος, Ἰλ. Ι. 200· ἔχων ὑποπόδιον (θρῆνυς), Ὀδ. Δ. 136· κλ. βασιλήϊος Θέογν. 1191, πρβλ. Ἱππ. 657. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1440· κλ. δίφροιο Ἄρατ. 251. ΙΙ. κλίσις, κατωφέρεια, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4.

English (Autenrieth)

(κλίνω): reclining chair, easy-chair, Od. 1.145. (Cf. adjoining cut, or Nos. 105, 106.

Greek Monolingual

κλισμός, ὁ (Α)
1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῖσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.)
2. κατηφοριά, κλίση εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -μός. Το -σ- από επίδραση τών κλίσις, κλισία.

Greek Monotonic

κλισμός: ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, σε Όμηρ.

Middle Liddell

κλισμός, οῦ, κλίνω
a couch, Hom.