τλησικάρδιος

Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τλησικάρδιον,
A hard-hearted, A.Pr.160 (lyr.).
II enduring, πένθεια (v. Addenda) τ. Id.Ag.430 (lyr.; τηξικάρδιος Auratus from Sch., τὴν καρδίαν τήκουσα). Cf. ταλακάρδιος.

German (Pape)

[Seite 1123] = ταλακάρδιος; Aesch. Prom. 159; πένθεια, Ag. 430.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur patient, courageux.
Étymologie: τλάω, καρδία.

Russian (Dvoretsky)

τλησῐκάρδιος: Aesch. = ταλακάρδιος.

Greek (Liddell-Scott)

τλησῐκάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν ἰσχυρός, Αἰσχύλ. Πρ. 159. - Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 272, παρὰ Τζέτζ. Ἐξ. Ἰλ. 148 τληκαρδίως. ΙΙ. ἄθλιος, ἐλεεινός, πένθεια τλ. (ἔνθα ὁ Σχολ. θὰ εἶχεν ἀναγνώσῃ τηξικάρδιος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 430. Πρβλ. ταλακάρδιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. σκληρόκαρδος («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῇ;», Αισχύλ.)
2. υπομονητικός, καρτερικός.
επίρρ...
τλησικαρδίως Α
καρτερικά, υπομονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-σι- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξικάρδιος].

Greek Monotonic

τλησῑκάρδιος: -ον (καρδία),
I. σκληρός, ισχυρός στην καρδιά, σε Αισχύλ.
II. άθλιος, ελεεινός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τλησῑ-κάρδιος, ον, καρδία
I. hard-hearted, Aesch.
II. miserable, Aesch.