ἐπαστράπτω

Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

lighten upon, ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν Plu.2.594e: metaph., βασίλειον ἐ. τῷ κόλπῳ Lib.Or.61.10: abs., AP7.49 (Bianor): c. acc. cogn., ἐ. πῦρ flash fire, APl.4.141 (Phil.); σπινθῆρας Nonn. D. 18.74.

German (Pape)

[Seite 906] dazu, darein blitzen, Bian. 13 (VII, 49); δεξιόν τινι Plut. gen. Socr. 25; – σπινθῆρας προσώπῳ, darauf erglänzen lassen, Nonn. 18, 72.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπήστραψα;
lancer des éclairs sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀστράπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαστράπτω: метать молнии (τρὶς ἐπαστράψας ἐκ Διὸς αἰθήρ Anth.; τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαστράπτω: ἀστράπτω, ἐπί τινι ἢ ἁπλῶς ἀστράπτω, τινὶ Πλούτ. 2. 594D· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 7. 49: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπαστράπτει φόνιον πῦρ Ἀνθ. Πλαν. 4. 141, 4· σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα Νόνν. Δ. 18. 74.

Greek Monolingual

ἐπαστράπτω (Α)
1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.)
2. λάμπω.

Greek Monotonic

ἐπαστράπτω: μέλ. -ψω, αστράφτω πάνω σε κάτι, σε Ανθ.· ἐπ. πῦρ, ανάβω φωτιά, πυροδοτώ, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ψω
to lighten upon, Anth.; ἐπ. πῦρ to flash fire, Anth.